20.1 C
Athens
Δευτέρα, 20 Μαΐου, 2024

ΑρχικήΑΡΘΡΑΜΗ ΝΤΡΕΠΕΣΑΙ ΝΑ ΖΕΙΣ ΑΚΟΜΑ ΚΙ ΑΝ ΜΕΓΑΛΩΣΕΣ

ΜΗ ΝΤΡΕΠΕΣΑΙ ΝΑ ΖΕΙΣ ΑΚΟΜΑ ΚΙ ΑΝ ΜΕΓΑΛΩΣΕΣ

Θέλεις να νικήσεις, μα κάθεσαι σ έναν καναπέ. Λαχταράς να πας διακοπές μα δεν μπορείς… γιατί που να βρεις καιρό; Σε τρώνε οι υποχρεώσεις! Θες να χορέψεις ως το πρωί… αλλά τι λες τώρα; Να γελάει ο κόσμος γέρος άνθρωπος; Και δώστου να κουνάς τα πόδια κάτω από το τραπέζι σα σχολιαρόπαιδο…

Άνθρωπε αγάπα… ξεκίνα από σένα… πάλεψε, προσπάθησε, δείξε ενθουσιασμό, μη παραιτείσαι. Βλέπεις μια φίλη και της δίνεις το χέρι… πάρτη βρε αγκαλιά… σφίξε την να νοιώσεις την φιλία ξενέρωτε/η! Τι νομίζεις, αιώνια θα ζεις; Μια αστραπή η ζωή και χάθηκε… πήρε και σένα μαζί… Εσένα με το αφίλητο στόμα με την γκρίνια στα χείλη!

Φοβάμαι την μοναξιά, φοβάμαι τις νύχτες, φοβάμαι να πάω στον γιατρό, φοβάμαι να κοιμηθώ με άντρα, φοβάμαι τα ποντίκια. Άκου… όλοι φοβόμαστε κάτι, όμως αυτό το φόβο πρέπει να τον αντιμετωπίζουμε. Για δες το ποντικάκι, έχει κάτι χεράκια γλύκα, μια μουσουδίτσα αστεία και παιχνιδιάρικη. Έλα χάιδεψέ το… έλααα μη φοβάσαι, είσαι πιο δυνατός απ’ αυτό το μικροσκοπικό χαριτωμένο ζωάκι.

Πολλές φορές γράφω στους φίλους μου “σ’ αγαπώ βρε” και περιμένω να δω πόσοι θα νοιώσουνε την αγάπη μου, πόσοι θα μου ανταποδώσουνε την τζάμπα γλυκιά λεξούλα…

Γελώ στ’ αλήθεια όταν διαβάζω τις απαντήσεις που ξεφεύγουνε δια της πλαγίας οδού … και μεις, ωραία περνάς εσύ, καλημέρα φιλάκια, τι υπέροχη φωτογραφία…. Δε μπορεί όμως κανείς, να μην αγαπάει κανέναν. Γιατί δεν λέμε αυτή την τόσο γλυκιά και τζάμπα λεξούλα;

Εδώ πιο πάνω στο βουναλάκι, έχει φυτρώσει μια καρπουζιά κι έχει ένα καρπουζάκι. Όταν περπατώ, γιατί η χοληστερίνη αυγατίζει η άτιμη, το χαϊδεύω και του μιλάω. Αφού μεγαλώνει θα ‘χει ψυχή κι αφού έχει ψυχή, λαχταρά κι αυτό λίγη αγάπη. Ένας περαστικός μια μέρα με κοίταζε απορημένος, όταν άκουσε την κουβέντα μου με το καρπουζάκι.

«Είστε καλά κυρία μου;» «Καλέ μια χαρά είμαι, ελάτε καθίστε εδώ στο χώμα. Όμορφα δεν μυρίζουνε τα πεύκα μετά την βροχή; Συμφωνείτε;» «Συγνώμη αλλά με την καρπουζιά μιλούσατε;» «Ναι! Μα δείτε την… φιλαράκι μου είναι…  χαϊδέψτε το… να έτσι… βλέπετε; Πολύ το χαίρεται… εγώ το καταλαβαίνω».  «Ποιο να χαϊδέψω…; Σίγουρα δε χρειάζεστε βοήθεια; «Δόξα τω Θεώ μια χαρά είμαι. Καλέ καθήστε μη ντρέπεστε… Άλλωστε έχει στρωματάκι από τις πευκοβελόνες. Να σας ρωτήσω κάτι… “σ’ αγαπώ” λέτε καμιά φορά στους ανθρώπους που αγαπάτε; Στην γυναίκα σας, στα παιδιά σας, στην πεθερά σας, στον χοντρό ίσως που τρώει συνέχεια σουβλάκια, στην Σουλτάνα με τα γαλάζια μάτια που απαρνήθηκε τον έρωτά σας, στον προϊστάμενό σας , στον χαρχάλο το αφεντικό σας που σας πρήζει κάθε μέρα, αλλά τσακ τσάκ πέφτουνε τα μισθά κάθε μήνα … Για πες, για πες κι ας μιλάμε στον ενικό θα με υποχρεώσετε…»

Και μίλησε και είπε: «τώρα εγώ στα εβδομήντα…;  Μου φαίνεται αστείο να λέω “σ’ αγαπώ”… αλλά μήπως μου λέει και μένα κανείς “σ’ αγαπώ”; Όλη μέρα τρέχω για την οικογένεια… να μη τους λείψει τίποτε… έχω και την γυναίκα μου… κάθε βράδυ με πονοκέφαλο… τι να σας λέω κυρία μου… που να βρω την όρεξη… μακάρι να μπορούσα να ‘μενα σε μια καλύβα μόνος». «Αααααα τι είναι αυτά που ακούω; Σπίτι έχετε;» «Έχω μια ζωή το έχτιζα και τώρα πληρώνω ενοίκιο στον Τσίπρα… μωρέ να μου κοπούνε τα χέρια που τον ψήφισα…» «Καλά να πάθεις… παιδιά, σκυλιά, γατιά έχεις;» «Απ’ όλα έχω, αλλά… παίρνω “αντικαταθλιπτικά”. «Καραμελίτσα;» «Μπααα… θα μου χαλάσουν τα δόντια κι ο οδοντίατρος θέλει λεφτά…»

Είσαι καρμίρης βρε. Παρακαλώ; Συγνώμη; Τι συγνώμη και τσιριτσάντσουλες; Δεν πας να φτιάξεις τα δόντια σου βρε τσιγκούνη και μετά σου φταίει η γυναίκα σου που έχει πονοκέφαλο κάθε βράδυ; Εγώ σκωληκοειδίτιδα θα είχα κάθε βράδυ. Καλά να πάθεις. Εσύ φταις. Τρέχεις για όλους και δικαιολογίες. Εδώ σου είπα να χαϊδέψεις το καρπουζάκι και με πέρασες για τρελή.

Για να σε αγαπήσει το σπιτικό σου πρώτα πρέπει να αγαπήσεις τον εαυτό σου, πράγμα που δεν κάνεις, εντάξει; Είσαι ανασφαλής, αδύναμος και φαφλατάς. Δεν εκτιμάς τον εαυτό σου, δεν σε αγαπάς και περιμένεις και κοκό τα βράδια.

«Μαααα!»

Μαμούνια βρε, κοτζάμ άντρας. Κοίτα να σε συνεπάρει η ζωή, να την ερωτευτείς, γιατί κοκό πάπαλα. Ξέρεις ότι υπάρχει φουλ ανταγωνισμός; Αύριο θα πας στον μπαρμπέρη να κουρευτείς… θα ξυρίζεσαι… να πας να αγοράσεις νεανικά ρούχα τι είναι αυτή η βράκα που φοράς; Παναγία μου σώσε! και τα παπούτσια σου… μαύρο χάλι.

«Μαααα!»

Μαμούνια, ν’ αγοράσεις κι ένα απαλό αρωματάκι κι όταν βρίσκεις χρόνο να βγαίνεις με φίλους, μη κολλάς στην ποδιά της συζύγου, δως της χώρο να αναπνεύσει. Όλα μπορείς να τα διορθώσεις. Πόσο καιρό έχεις να αγοράσεις δωράκι στην γυναίκα σου; «Αφού αυτή έχει το ταμείο… ότι θέλει αγοράζει».

Ω τι ρομαντικό! Να πας εσύ, να θυμηθείς τα γούστα της, μαύρα εσώρουχα φοράει η κόκκινα; «Παρακαλώ;» Και γω σε παρακαλώ, να μη με παρακαλάς… κάτι ρώτησα. «Όταν απλώνει τα ρούχα θαρρώ βλέπω κάτι βαμβακερά λευκά στην σειρά…»

Κλάψε με Άγιε Χαράλαμπε κι εσύ κι αυτή με λευκά βαμβακερά βρακιά, θέλετε κοκο τα βράδια; Αύριο θα πας και θ’ αγοράσεις χρωματιστά… με δαντέλες και ….

«Μα τι λέτε; Ντρέπομαι… Τι είναι αυτά που λέτε; Στα εβδομήντα μου;»

Ε, καλά τότε μη παραπονιέσαι… κοιμήσου όπως έστρωσες. Μη μου πεις ότι και συ φοράς σώβρακα… «Μα σας παρακαλώ πως μου μιλάτε έτσι;» Πως σου μιλάω δηλαδή; Να σου τα πω αλλιώς… Η κυρία σας φορεί σέξυ εσώρουχα μεσιέ … ε ξέρετε κάποιο μαγαζί που να πουλάει τέτοια πράματα εδώ κοντά; Αμέ, γεμάτα μαγαζιά παντού. Χάιδεψε το καρπουζάκι με χαιρέτησε προσκοπικά και ξανακατηφόρισε τον δρόμο που βγάζει στην πόλη… Μου περίσσεψε λίγο νεράκι στο μπουκάλι, το έριξα στο φιλαράκι μου, περίμενα να ρευτεί και συνέχισα την ανηφορίτσα μου.

Πιο πάνω χαιρέτησα το ηλικιωμένο ζευγάρι που κάθε μέρα κάθεται δίπλα δίπλα στην βεράντα τους και ακούνε Γούναρη και Αττίκ, πιασμένοι χέρι – χέρι. Τι πανέμορφη εικόνα, τι τρυφερή… Πάντα συγκινούμαι όταν βλέπω αγαπημένα ζευγάρια να δείχνουν την αγάπη τους στους ίδιους μα και στον κόσμο όλο. Πόσες μπόρες περάσανε, πόσα αστροπελέκια τους χτύπησαν, όμως τίποτε δεν κατάφερε να δηλητηριάσει την ένωσή τους. Εκεί όμορφη, στοργική, μία και μοναδική, τρυφερή, ζεστή η δική τους αγάπη.

Ισορροπία, τα πάντα θέλουνε την ισορροπία τους, το μέτρο και τα σταθμά. Η εγκατάλειψη του ίδιου μας του εαυτού μόνο θλίψη και απογοήτευση μπορεί να μας φέρει. Ας παραδεχόμαστε τα λάθη μας, τις ανημποριές μας, τις καταθλίψεις μας. Ας παραδεχτούμε ότι ο φόβος, μας κυριεύει πολλές φορές, αλλά η τεμπελιά μας, μας αφήνει να σερνόμαστε στα κρεβάτια και στους καναπέδες.

Πολλές φίλες μου λένε… «Μα δεν κάθεσαι καθόλου σπίτι σου; Σουρτούκα…» Χαχαχαααα πόσο το διασκεδάζω, πόσο το προσπαθώ, πόσο το απολαμβάνω, πόσο το χαίρομαι και το γεύομαι! Είναι όμορφη η ζωή σου λέω. Τίποτε δε μας χαρίζεται, όλα θέλουνε τον κόπο και τον χρόνο τους. Δεν θέλω τις ίδιες στιγμές, θέλω καινούριες, θέλω γέλια για να διώχνω τους φόβους μου. Γιατί άνθρωποι είμαστε και έχουμε απ’ όλα!

Σκοπός μου είναι να χαίρομαι την κάθε στιγμή, γιατί εκεί που γελάς, εκεί θρηνείς και τα χάνεις όλα… Μόνο η υγεία είναι απαραίτητη, όλα τ’ άλλα είναι στο χέρι μας…  

 

Σετικά άρθρα
Creative People

Τελευταία Νέα