32.7 C
Athens
Δευτέρα, 1 Ιουλίου, 2024

ΑρχικήΑΡΘΡΑΟΤΑΝ Η ΑΝΘΟΥΛΑ ΣΥΝΔΙΑΛΕΓΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗ ΒΡΟΧΗ…

ΟΤΑΝ Η ΑΝΘΟΥΛΑ ΣΥΝΔΙΑΛΕΓΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗ ΒΡΟΧΗ…

ΒΡΕΧΕΙ! Μοσχοβολάει το βρεγμένο χώμα… η μέρα, κάπως και η διάθεση φιλοσοφίας έντονη! Λέω να γράψω τις σκέψεις μου, έτσι για να κάνω παρέα της βροχής…

Τα χρόνια φέρνουν λησμονιά, μα κάποιες μνήμες ανεξίτηλες στο πέρασμα τους. Λουστραρισμένες, φρεσκομοσχομυριστές, χρυσές λίρες που όσο μένουν αξία αποκτούν και δυσεύρετες γίνονται…

Θέλω να ταξιδέψω στην εποχή εκείνη την μαλαματένια, την γεμάτη από νεανική τρέλα και δροσιά. Στην εποχή με την εύθραυστη ελευθερία, που κουμαντάραμε την νιότη μας χωρίς τεχνολογία, χωρίς να μας νοιάζει η χούντα, οι κυβερνήσεις οι άγριες  και τα τάνκς που σχεδόν κάθε βράδυ ακούγαμε τις ερπύστριες να χαράσσουν την άσφαλτο, στον δρόμο προς την Καβάλα! 

Τότε που το κλειδί ήτανε στην πόρτα και όποιος ήθελε ερχότανε, όλες τις ώρες για καφέ και επίσκεψη στις ονομαστικές μας εορτές. Ο βασιλικός στην γλάστρα… τηλέφωνο δεν υπήρχε, μόνο το ραδιόφωνο έπαιζε όλη μέρα. Ακούγαμε τις αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού και τα τραγούδια του Καζαντζίδη  και της Πόλυ Πάνου. Όταν αρχίζανε οι νότες… «Θ’ ανέβω και θα τραγουδήσω στο πιο ψηλότερο βουνό να ακούγεται στην ερημιά, ο πόνος μου με την πενιά…» Ωχχχχ!

Τσιμουδιά! Δε βγάζαμε κιχ, η μαμά τραγουδούσε παρέα με την Καίτη Γκραίη ….και μεις κρυφογελούσαμε.. «Χριστέ μου τι βλακείες είναι αυτές μουρμουρίζαμε» Ερχόταν όμως η στιγμή που μέναμε μόνες και τότε ….στην διαπασών ο Πασχάλης ….
«το κορίτσι του Μάη και ταραταρααα Ντιλάιλα και όταν πηγαίναμε μαζί σχολείο και εσένα που σε ξέρω τόσο λίγο, εσένα π’ αγαπώ τόσο πολύυυυ…» έπαιρνα την κουτάλα και γινόμουνα ντιζέζ σε μια καρέκλα και κουνούσα τα πόδια πότε δεξιά πότε αριστερά! 

Θυμάμαι, έβγαιναν οι μαμάδες στα μπαλκόνια λίγο πριν ν’ απαγορευτεί η κυκλοφορία και γινόταν πανικός από καλέσματα …. Σοφίαααααα, Μαρίαααα Κωστάκηηηηη, σπίτι γρήγορα! Μια εποχή που λάτρεψα, που έκλεισα και σφράγισα βαθιά στην ψυχή μου, με λίγες πληγούλες μα και εφηβικές γλυκές αναμνήσεις…..

Ο μπαμπάς μετανάστης στην Γερμανία και κάθε, μα κάθε βράδυ προσευχή…. «φύλαγε τον σε παρακαλώ Χριστούλη μου από τους κακούς ανθρώπους εκεί στα ξένα!» 

Μπροστά μου, το πατρικό μου σπίτι, με τις σκάλες από μωσαϊκό, της μόδας τότε και λίγο πιο εκεί, το γεφυράκι, με το μεγάλο ρέμα… Όλα τα παιδιά της γειτονιάς με χτυπημένα γόνατα, με κοντά παντελονάκια  και πάνινα παπούτσια τρέχαμε σαν αγριοκάτσικα… Πάνω – κάτω δεξιά – αριστερά! Ανεμοστρόβιλος χαράς ξενοιασιάς και αθωότητας…

«Μαίρηηηηηηη που σε είπα να πας και που είσαι;» «Καλά βρε μαμά θα πάω» Μετά από μισή ώρα… «Μαίρηηηηηη θα κατεβώ κάτω και θα τις φας. Γρήγορα… μπρος ξεκίνα, αύριο θα πάω εκκλησία!»  «Ωωωωωωω! καλά βρε μαμά σε λίγο» «Τι σε λίγο; Θα κλείσει η κυρά Δέσποινα… Αμάν αγοροκόριτσο, αμάν την ψυχή μου έφαγες!» «Είπα θα πάω… παίζουμε αγάλματα και πρέπει να μείνω ακίνητη, μέχρι να μου πει η Νίτσα… φτου ξελεφτερίαααα Ααααα! άσε με»

Μια σακούλα κάλτσες με φευγάτους πόντους πήγαινα κάθε λίγο και λιγάκι στην κυρά Δέσποινα με το περίεργο εργαλείο της, όπως το αποκαλούσε και ζζζζζζζζζ η τρύπα στην κάλτσα εξαφανιζόταν … «Δε μ’ αρέσει η δουλειά σας της έλεγα, εγώ σιχαίνομαι να τις πιάνω, είναι νάιλον και  μμμμ ανατριχιάζω!» Γέλαγε η κυρία και γω φύλαγα και σάλιωνα τα δάχτυλά μου από αηδία. Περίμενα να τελειώσει το μαντάρισμα, γεμάτη αγωνία που έχανα το παιχνίδι  κι όταν ερχόταν η ώρα  της πληρωμής, γινόμουν κόκκινη σα παπαρούνα από ντροπή… «Ε… θα, θαα ξέρετε, θα, θα περάσει η μαμά μου να σας πληρώσει…» Πόσο με νεύριαζε που δεν μου έδινε χρήματα, να είμαι αφέντρα στις πληρωμές, βέβαια η αλήθεια είναι ότι, ρέστα, ποτέ δεν έβλεπε η δόλια! Μα τι να έκανα; Είχαμε ένα  ζαχαροπλαστείο στο Πράβι κόλαση, με κάτι μπαμπάδες, κορνέ γεμάτα κρέμα και παγωτά, Κύριε ελέησον, πειρασμός Χαχαχαχαα! Έλεγα στον Πάρη Παρδάλη, (φιλαράκι αργότερα καλό), «βάλε μου στο χωνάκι για όλα αυτά τα λεφτά που περίσσεψαν… όχι – όχι σοκολάτα, μόνο κρέμα!»  Και καθόμουν στο στενό σοκάκι και το καταφχαριστιόμουνα!

Τα βράδια μοσχοβολούσε όλος ο κεντρικός δρόμος κοκορέτσι. Πωωωωωω το θυμάμαι και λυώνωωω! Ένας κυριούλης είχε μια αυτοσχέδια σούβλα και γύρναγε τα αντεράκια και γω ξεροστάλιαζα, περίμενα να με στείλει σε καμιά δουλειά η μαμά. «Αν δεν μου δώσεις τάλιρο, τόσο κόστιζε η μερίδα, εγώ θα αρρωστήσω» Καλά ήμουνα πολύ στραβόξυλο το άτιμο. Η καημενούλα «άντεεε πήγαινε μου έλεγε πήγαινε, ποιος ξέρει που τα πλένει και τι τρως, καθόλου δε προσέχεις». Τροχάδην στον κυριούλη … «που τα πλένετε τ’ αντεράκια με τα κακά, σας παρακαλώ;» Δε μιλούσε, ρωτούσε, ριγανίτσα θες;

Όμως με πολύ χαρά ένα απόγευμα πήγαμε με την μαμά και τις αδερφές μου στην Αγία Κυριακή ν’ ανάψουμε τα καντήλια. Ήτανε σαν εκδρομή γιατί από το σπίτι απείχε αρκετά. Εκεί στα ρυάκια με τα πεντακάθαρα νερά, κάτω από τα πλατάνια, είδα τρισευτυχισμένη τον κυριούλη να  πλένει πολύ προσεχτικά τα εντόσθια. «Είδες;» Κάθε βράδυ τάλιρο, ευτυχώς οι αδερφές μου δεν ήτανε λιχούδες , περί αυτού του εδέσματος, γιατί τότε… είμασταν και τρεις … δε θα φτάνανε τα μισθά !

Θέλω κ άλλα πολλά να γράψω …μα η Ανζέλ μου, θα μου πει… «Βρεεεεεε! Σταμάτα, μυθιστόρημα γράφεις; Έλεος!»

Χαχαχααα, τι να κάνω, έχω όμορφες μνήμες… Ωωωωω! σταμάτησε κι η βροχή!

 

 

Σετικά άρθρα
Creative People

Τελευταία Νέα