Oταν η Ελένα Κοστιουτσένκο έπιασε δουλειά στα 16 της σε μια τοπική εφημερίδα του Γιαροσλάβλ, της πόλης όπου γεννήθηκε, δεν το έκανε γιατί πίστευε στα υψηλά ιδανικά της δημοσιογραφίας, αλλά επειδή ήθελε να αγοράσει χειμωνιάτικες μπότες με αγκράφα. Υστερα έπεσε σε ένα άρθρο της Ανα Πολιτκόφσκαγια στη Novaya Gazeta για την Τσετσενία και κατάλαβε πως ό,τι πίστευε για τη χώρα της ήταν λάθος. Μετακόμισε στην πρωτεύουσα και προσελήφθη στην εφημερίδα, πρώτα ως μαθητευόμενη και στη συνέχεια ως μόνιμη. Οταν δολοφονήθηκε η Πολιτκόφσκαγια, το 2006, συνειδητοποίησε πως δεν της είχε πει ότι ήταν το είδωλό της.
Η Ελένα δεν κατάλαβε σε τι χώρα ζούσε το 2011, όταν την έδειραν στο gay parade και την έστειλαν στο νοσοκομείο. Ούτε το 2012, όταν κατεστάλησαν οι διαδηλώσεις στη Μόσχα, την Πετρούπολη και άλλες πόλεις. Ούτε το 2014, όταν έγινε η εισβολή στην Κριμαία. Δούλευε σε μια μεγάλη εφημερίδα, έγραφε τρεις φορές την εβδομάδα, αλλά έχανε τη μεγάλη εικόνα. Γιατί; «Μάλλον επειδή πίστευα στο μεγαλύτερο, ίσως, ψέμα του καπιταλισμού, ότι ο δημοσιογράφος δεν πρέπει να παρεμβαίνει στην πραγματικότητα, ότι πρέπει απλώς να την περιγράφουμε», λέει σε μια μακροσκελή συνέντευξή της στην El País. «Oτι είμαστε σαν τα κατάλευκα περιστέρια που δεν πρέπει να λερωθούμε για να μη χάσουμε τη γαμημένη αντικειμενικότητά μας. Αργήσαμε να καταλάβουμε ότι το επαγγελματικό καθήκον δεν ακυρώνει το καθήκον του πολίτη. Οτι μπορεί να είσαι ένας ολοκληρωμένος δημοσιογράφος, ένας εξαιρετικός φούρναρης ή γιατρός, αλλά αν στη χώρα σου αναπτύσσεται ο αυταρχισμός ή ο φασισμός, πρέπει να τον πολεμήσεις».
Και η ειλικρινής απάντηση; «Επειδή μου άρεσε η ζωή μου, μου άρεσε πώς ζούσα. Καταλάβαινα ότι αν ανακατευόμουν ενεργά με την πολιτική, η ζωή μου θα άλλαζε ριζικά. Μπορεί και να πέθαινα».
Τη νύχτα της 24ης Φεβρουαρίου του 2022, όταν σηκώθηκε να πιει νερό και γύρισε στο κρεβάτι, βρήκε τη σύντροφό της να διαβάζει κάτι στο κινητό έχοντας ένα περίεργο ύφος. «Τι συμβαίνει;» τη ρώτησε. «Βομβαρδίζουν το Κίεβο», της απάντησε εκείνη. «Τι; Ποιος; Εμείς;». «Εμείς βομβαρδίζουμε το Κίεβο».
Η Ελένα έπαθε σοκ. Αλλά αυτό δεν την εμπόδισε να δώσει στο βιβλίο που, εξόριστη πια, εξέδωσε έναν χρόνο αργότερα τον τίτλο «Αγαπώ τη Ρωσία». Την επηρέασε μάλλον η μόνη από τους συγγενείς ρώσων στρατιωτών που έχουν σκοτωθεί στην Ουκρανία που δέχθηκε να της μιλήσει. Οταν επέστρεψαν στη γυναίκα τον μικρό της αδελφό σε ένα φέρετρο, άρχισε να ρωτάει και να ψάχνει, ώσπου σώπασε. «Φοβήθηκες» τη ρώτησε η Ελένα. «Στη ζωή μου είχα δύο μεγάλες αγάπες», της απάντησε εκείνη. «Τον αδελφό μου και τη χώρα μου. Ο αδελφός μου είναι νεκρός και θα έκανα τα πάντα για να τον αναστήσω. Αλλά δεν μπορώ. Αν πω όμως ότι η χώρα μου σκότωσε τον αδελφό μου, θα χάσω και τη δεύτερη αγάπη μου. Και τότε θα αδειάσω τελείως. Κι εγώ θέλω να αγαπώ τη χώρα μου».
Ηταν το πιο τρομακτικό πράγμα που είχε ακούσει η Ελένα: η αγάπη για την πατρίδα που ένιωθε η ίδια τής έδινε δύναμη για να δουλεύει, να προχωράει και να μιλάει, ενώ εκείνη τη γυναίκα την έκανε να σωπάσει. «Αγαπώ τη χώρα μου, είναι η χώρα που αγαπώ περισσότερο», λέει στην El País. «Δεν είχα φανταστεί ποτέ όμως ότι θα κατέληγε έτσι. Εγραφα για 17 χρόνια για το πώς αναπτύσσονται ο αυταρχισμός και οι φασιστικές ιδέες και ταυτόχρονα διατηρούσα μια απολύτως βλακώδη αισιοδοξία».
Τι έχει η Ουκρανία που δεν έχει η Ρωσία; Ποιες είναι οι βασικές διαφορές ανάμεσα στις δύο χώρες με κοινό παρελθόν, που τα τριάντα τελευταία χρόνια βάδισαν προς εντελώς αντίθετες κατευθύνσεις; «Πρώτον, η Ουκρανία δεν είχε ποτέ πρόεδρο που να προέρχεται από την KGB. Δεύτερον, η Ουκρανία είχε δύο πολύ επιτυχημένες επαναστάσεις, η ιστορία της κοινωνίας των πολιτών είναι εκεί μια ιστορία νικών. Αντιθέτως, η ιστορία της ρωσικής κοινωνίας των πολιτών είναι μια ιστορία ηττών. Δεν θυμάμαι καμιά ρωσική διαμαρτυρία που να τελείωσε με νίκη της κοινωνίας των πολιτών».






