ΕΝΑΣ ΓΑΜΟΣ ΣΤΟΝ ΝΑΟ ΤΟΥ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟΥ
Βλέπει το φως της ζωής ένα φθινοπωρινό πρωινό του 1883 στο Ηράκλειο της Κρήτης, όταν στο νησί, μετά και την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού στο μεγαλύτερο τμήμα του, πνέει αέρας ανεξαρτησίας. Είναι ήδη 14 χρόνων όταν με την έκρηξη της τελευταίας κρητικής επανάστασης, η οικογένεια Καζαντζάκη -ο αυταρχικός Μιχάλης με την «αγία γυναίκα» σύζυγό του Μαρία, τις δύο κόρες και τον μοναχογιό τους (ακόμα ένα αγόρι έχει πεθάνει σε βρεφική ηλικία)- μεταβαίνει στη Νάξο, όπου ως το 1899 ο Νίκος φοιτά στη Γαλλική Εμπορική Σχολή, διδάσκεται Γαλλικά και Ιταλικά, βυθίζεται στη γαλλική λογοτεχνία και μελετά τον δυτικό πολιτισμό.
Το 1910 τον βρίσκει στην Αθήνα να συγχρωτίζεται με μία συντροφιά λογοτεχνών, εκπαιδευτικών και πολιτευτών. Η πρωτεύουσα είναι σε μόνιμο αναβρασμό με το γλωσσικό ζήτημα. Καθαρεύουσα και δημοτική κονταροχτυπιούνται αλύπητα. Στα πανεπιστήμια, οι φοιτητές δίνουν παθιασμένους αγώνες για την επικράτηση της μιας ή της άλλης. Ίων Δραγούμης, Αλέξανδρος Δελμούζος, Νίκος Καζαντζάκης, Βλάσης Γαβριηλίδης, Αλέξανδρος Παπαναστασίου, Ανδρέας Καρκαβίτσας, Λορέντζος Μαβίλης κ.ά., ιδρύουν τον Εκπαιδευτικό Όμιλο για την προώθηση της δημοτικής στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Ο Καζαντζάκης συναντά τον Σικελιανό. Γοητεύεται από τον θρησκευτικό μυστικισμό του. Η αγάπη τους για τη γνώση, τη συγγραφή, τα ταξίδια είναι κοινή. Η ματιά τους στα πράγματα ή και το έργο τους δεν μοιάζουν, αλλά ένας περίεργος μίτος τους κρατά δεμένους. Ίσως η ιδιοτροπία, η ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα τους. Οι δυό τους θα ταξιδέψουν στο Άγιο Όρος και την Πελοπόννησο. Θα αποκτήσει εμπειρίες που θα του εμφυσήσουν το ενδιαφέρον για την πνευματικότητα και τον ασκητισμό. Θα τον ωθήσουν στη μελέτη του Βουδισμού. Σκοπός της ανθρώπινης ζωής είναι η «μετουσίωση της ύλης σε πνέμα», είναι φράση που έκτοτε χρησιμοποιεί συχνά στα γραπτά του.

Ο Νίκος Καζαντζάκης με τον Άγγελο Σικελιανό. Φωτογραφία μέσω ΑΠΕ-ΜΠΕ
Στη συντροφιά των διανοουμένων της Δεξαμενής, στο Κολωνάκι, γνωρίζει τη Γαλάτεια Αλεξίου, μία γυναίκα ιδιαίτερη. «Όμορφο κεφάλι, λαμπερά μάτια, τσουχτερό χιούμορ, απάντηση έτοιμη για όλα, αν όχι πάντα δίκαιη. Βασίλευε στη Δεξαμενή, σ΄ έναν κύκλο πιστών -ποιητές, πεζογράφοι, τεχνοκρίτες, καλλιτέχνες- που συμμερίζουνταν τις πολιτικές αγάπες και αντιπάθειές της. Συγγραφέας και η ίδια, έγραφε με μεγάλη ευκολία όλα τα είδη του λόγου και ήταν ιδιαίτερα αγαπητή στους αριστερούς κύκλους της Αθήνας […] Η γυναίκα αυτή ανάδινε μιαν περίεργη γοητεία, που σ΄ έκανε να μην της κρατάς κακία, ακόμη και στις πιο κακές της στιγμές», θα την περιγράψει αργότερα τη Γαλάτεια η δεύτερη σύζυγος του Καζαντζάκη, Ελένη.
Ο Νίκος συζεί με τη Γαλάτεια, την Τοτώ του, αλλά όταν θα αποφασίσουν να μεταβούν στο Ηράκλειο για να παντρευτούν, θα βρουν απέναντί τους τον δεσποτικό πατέρα Καζαντζάκη. Ο Μιχάλης δεν την εγκρίνει. Μία γυναίκα δυναμική, ανεξάρτητη, με θαρραλέο λόγο, μπροστάρισσα σε ανδρικές συντροφιές, του πέφτει εξαιρετικά προχωρημένη για τον γιο του. Όμως, για τον Νίκο είναι αρκετά «η Τοτώ και μία καλύβη». Την παντρεύεται κρυφά στον ναό του κοιμητηρίου. Είναι η μόνη εκκλησία που δεν θα περνούσε από το μυαλό του πατέρα του. Επιστρέφουν στην Αθήνα και εγκαθίστανται στα Πατήσια.

Η Τωτό του Νίκου Καζαντζάκη, κατά κόσμον Γαλάτεια Αλεξίου. Φωτογραφία μέσω ΑΠΕ-ΜΠΕ
Γράφει και ταξιδεύει, ταξιδεύει και γράφει, διορθώνει, συμπληρώνει, ξαναγράφει. Κατά περιόδους διαμένει στο εξωτερικό (Γαλλία, Γερμανία, Ρωσία), σαν να επιχειρεί να ξεκόψει από τη σύγχρονή του ελληνική πραγματικότητα. Ρουφάει εντυπώσεις από τις γωνιές του κόσμου και τις αποτυπώνει στο χαρτί. Ο πυρήνας είναι οι ανταποκρίσεις του σε εφημερίδες, αλλά αυτές οι καταγραφές δεν έχουν ευκαιριακό χαρακτήρα. Δείχνουν πνεύμα παρατηρητικό, ανήσυχο, στοχαστικό. Δείχνουν άνθρωπο που αναζητά νοήματα. Ακόμα και οι μεταφράσεις του κορυφαίων έργων της παγκόσμιας φιλολογίας (Dante, Faust, Όμηρος) δεν είναι απλή μεταφορά λέξεων από μία γλώσσα σε άλλη. Είναι σχολιασμός. «Θα έλεγε κανείς πως γράφονται κυρίως για τον ίδιο και όχι για οποιονδήποτε άλλο αναγνώστη», παρατηρεί ο αείμνηστος πανεπιστημιακός Λίνος Πολίτης.
Ο… ΑΘΕΟΣ ΠΟΥ ΑΝΑΖΗΤΑ ΠΑΝΤΟΥ ΤΟΝ ΘΕΟ
Συνθέτει δράμα και ποίηση. Το πάθος του για τη σύνθεση τον τοποθετεί στην ίδια χορεία με τον Παλαμά. Αλλά ο Κρητικός κινείται παγκόσμια και λιγότερο ελληνοκεντρικά από εκείνον. Το μυαλό του δεν ησυχάζει, η ψυχή του βασανίζεται από αγωνίες και θεμελιακά ερωτήματα. Αναζητά τη λύτρωση στη γνώση, στα ταξίδια, στην επαφή με τους ανθρώπους. Τον τυραννούν θρησκευτικές ανησυχίες, εμβληματικές μορφές. Ειδικά η μορφή του Χριστού. «Αυτή η ένωση η τόσο μυστηριώδης και τόσο πραγματική του ανθρώπου και του Θεού», όπως γράφει σε επιστολή του προς τον συγγραφέα Max Tau, τον ακολουθεί εμμονικά σε όλη τη διαδρομή του. Αυτή θα τον οδηγήσει αργότερα και σε σύγκρουση με τον κλήρο.

Φωτογραφία μέσω ΑΠΕ-ΜΠΕ
Στα έργα του συνυπάρχουν ο Nitze, ένας αισθητικός ιδεαλισμός, μία ισχυρή αίσθηση σύγχρονου ελληνισμού με ρίζες στη λαϊκή παράδοση κι ένας θαυμασμός για την εν δυνάμει ζωτικότητα του προλεταριάτου, που όμως δεν τον καθιστά δέσμιο πολιτικά. Θαυμάζει τον Μαρξ, αλλά ελάχιστα οφείλει στην οικονομική θεωρία του. Περισσότερα μοιράζεται με τη ρητορική του Παλαμά και του Βάρναλη, παρά με τη ματιά του πατέρα του Κεφαλαίου. «Σήμερα ο Θεός είναι αργάτης, αγριεμένος από τον κάματο, από την οργή κι από την πείνα. Μυρίζει καπνό, κρασί και ιδρώτα. Βλαστημάει, πεινάει, γεννάει παιδιά, δεν μπορεί να κοιμηθεί, φωνάζει στ΄ ανώγια και στα κατώγια της γης και φοβερίζει», γράφει το 1922 στην περίφημη «Ασκητική» του, ένα κείμενο σύντομο, συμπυκνωμένο, που -όπως ο ίδιος λέει- είναι ο σπόρος απ΄ όπου βλαστάνει όλο το έργο του. Ως κείμενο μυστικιστικό περιγράφει την «Ασκητική» σε επιστολή του στη Γαλάτεια. Είναι έργο που εξηγεί τη μέθοδο να ανέβει η ψυχή από κύκλο σε κύκλο έως ότου φτάσει στην ανώτατη Επαφή. «Είναι πέντε κύκλοι» της γράφει. «Εγώ, ανθρωπότητα, Γης, Σύμπαντο, Θεός. Πώς θ΄ ανέβουμε όλα τούτα τα σκαλοπάτια κι όταν φτάσομε στο ανώτατο να ζήσομε όλους τους προηγούμενους κύκλους. Το γράφω επίτηδες, χωρίς ποίηση, με στεγνή, επιταχτική φόρμα». Αυτό που επιχειρεί στην «Ασκητική», είναι να αποδείξει ότι μέσα σε κάθε άνθρωπο υπάρχει ένας θεός, που αντιπροσωπεύει την προσωπική του ανεξαρτησία. Αυτή θα τον καταστήσει ικανό να σκαρφαλώσει από μία κλίμακα αξιών σε μία επόμενη, όταν η προηγούμενη θα καταρρέει. Η νιτσεϊκή επιρροή στο έργο του συμπυκνώνεται στο αξίωμα «το να συντρίβουμε τις παλιές αξίες είναι μία ηθική προσταγή, αν θέλουμε να γεννηθούν καινούργιες». Ο άνθρωπος εμφανίζεται να οδεύει προς την απόλυτη ελευθερία όταν καταφέρνει να αποδεσμευτεί από τα συμβατικά δεσμά του:
«Τίποτα δεν υπάρχει! Μήτε ζωή, μήτε θάνατος. Κοιτάζω την ύλη και το νου σα δυο ανύπαρχτα ερωτικά φαντάσματα να κυνηγιούνται, να σμίγουν, να γεννούν και ν’ αφανίζουνται, και λέω: “Αυτό θέλω!”.
Ξέρω τώρα· δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος. Αυτό θέλω. Δε θέλω τίποτα άλλο. Ζητούσα ελευτερία».
Το 1938 κυκλοφορεί η πρώτη έκδοση της Οδύσσειας. Ένα έπος, που αυτήν τη φορά, υπογράφει ο Καζαντζάκης… Είναι έργο 24 ραψωδιών και 33.333 στίχων! Ο φίλος του συγγραφέα, καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης, Παντελής Πρεβελάκης, σημειώνει τότε ότι πρόκειται για υπεράνθρωπη προσπάθεια του Καζαντζάκη να αξιοποιήσει την απέραντη πνευματική πείρα του. Αυτό εξηγεί και την έκτασή της. Μόνο που ο Οδυσσέας του Καζαντζάκη βγαίνει στην αναζήτηση του Θεού, ενώ εκείνος του Ομήρου στην αναζήτηση της πατρίδας του.
«ΟΧΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ»
Στο ελληνικό κοινό γίνεται ιδιαίτερα γνωστός για τα επτά μυθιστορήματα, που γράφει τις δεκαετίες ’40 και ’50, μεσόκοπος πια, στα πρόθυρα της τρίτης ηλικίας. «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» (1946) είναι το πρώτο του και μυθοποιεί ένα πραγματικό πρόσωπο, έναν λαϊκό πρωτόγονο τύπο από τη Μακεδονία, με τον οποίο συνεργάστηκε το 1916 σε μία επιχείρηση μεταλλείων στη Μάνη. Η πλοκή εξελίσσεται στην Κρήτη, αλλά ο πρωταγωνιστής είναι αυτός ο ίδιος Μακεδόνας, που ξεχειλίζει από ζωική ορμή. Ο Καζαντζάκης στέκεται απέναντι στη δράση και παρατηρεί τον ήρωά του με κάποια ζήλεια.
Τόσο ο Ζορμπάς όσο και τα επόμενα έργα του μεταφράζονται σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες (τις περισσότερες φορές εκδίδονται πρώτα σε ξένη γλώσσα κι ύστερα στην ελληνική), σχολιάζονται ευρύτατα, μεταφέρονται στο θέατρο ή στην τηλεόραση. Ως αρτιότερα -μετά τον Ζορμπά- αξιολογούνται «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» (1948) και ο «Καπετάν Μιχάλης» (1950). Στο πρώτο, σ’ ένα ελληνικό χωριό της Ανατολής, οι κάτοικοι αναπαριστάνουν θεατρικά τα ευαγγελικά πρόσωπα, ταυτιζόμενοι εντέλει με τα πρόσωπα που υποδύονται. Ο Χριστός του έργου, ο βοσκός Μανολιός, θα «ξανασταυρωθεί» στο όνομα της αγάπης και του δικαίου. Ο «Καπετάν Μιχάλης» από την άλλη, «ανασταίνει» το Ηράκλειο των παιδικών χρόνων του Καζαντζάκη και κυρίως τους αγώνες των Κρητικών για τη λευτεριά. Ο βασικός ήρωας, ο δυνάστης πατέρας του Νίκου, Μιχάλης, εμφανίζεται λιγότερο ως αγωνιστής για την απελευθέρωση και περισσότερο ως ενσάρκωση ηρώων ιστορικά δικαιωμένων (του Οδυσσέα ή του Καποδίστρια), στην πραγματικότητα ως ενσάρκωση της ψυχής του ίδιου του συγγραφέα. «Όχι ελευθερία ή θάνατος – ελευθερία και θάνατος», είναι τα τελευταία λόγια του ήρωα και είναι απολύτως «καζαντζακικά».
ΣΤΟ… ΕΔΩΛΙΟ «Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ» ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Το 1952 εκδίδεται πρώτα στη Νορβηγία και τη Σουηδία «Ο τελευταίος πειρασμός», κείμενο που θα πυροδοτήσει τις λάβρες αντιδράσεις της Εκκλησίας. Το έργο εστιάζει στα τελευταία χρόνια της ζωής του Ιησού, ο οποίος παρουσιάζεται ως απλός ξυλουργός (κατασκευαστής, μάλιστα, των σταυρών που χρησιμοποιούν οι Ρωμαίοι για τις εκτελέσεις των Εβραίων επαναστατών) και αρνείται επίμονα να αναλάβει την αποστολή της ανθρώπινης σωτηρίας, αλλά τελικά αποφασίζει να υποταχτεί στο θείο θέλημα. Η ιστορία εξελίσσεται λίγο-πολύ κατά τις ευαγγελικές αφηγήσεις, έως τη στιγμή της σταύρωσης. Ενώ βρίσκεται στον σταυρό, ο Ιησούς ανοίγει τα μάτια του και βλέπει ότι έχει μεταφερθεί κάτω από ένα ανθισμένο δέντρο και ένας άγγελος του λέει ότι ο Θεός αποφάσισε να τον σώσει και να του επιτρέψει να ζήσει μία φυσιολογική ανθρώπινη ζωή. Πολλά χρόνια μετά, ο γερασμένος Ιησούς έρχεται αντιμέτωπος με τους μαθητές του, που τον κατηγορούν για προδοσία και λιποταξία. Συνειδητοποιεί ότι ο άγγελος που του ανήγγειλε τη σωτηρία από τον σταυρό ήταν ο Σατανάς – ο τελευταίος πειρασμός. Ανοίγει τα μάτια του και, βλέποντας ότι ακόμη είναι επάνω στον σταυρό, καταλαβαίνει ότι όλα ήταν ένα όνειρο.