16.9 C
Athens
Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024

ΑρχικήΑΡΘΡΑΟλοκαύτωμα: «Εγώ γέρασα, εκείνες έμειναν νέες κι όμορφες στη μνήμη μου»

Ολοκαύτωμα: «Εγώ γέρασα, εκείνες έμειναν νέες κι όμορφες στη μνήμη μου»

Τα αγαπούσα αυτά τα κορίτσια, μαζί είχαμε μεγαλώσει

Βαγγέλης Στεργιόπουλος

Αφήγηση της Ευαγγελίας Χριστοδούλου, εργάτριας από την Ξάνθη:

Είχε αρκετούς Εβραίους στην Ξάνθη. Υπήρχαν και πλούσιοι. Μερικοί σαράφηδες, καπνέμποροι. Οι περισσότεροι όμως επαγγελματίες και μεροκαματιάρηδες. Ιδίως καπνεργάτες.

Στη γειτονιά μας, στους Δώδεκα Αποστόλους, έμεναν μερικές οικογένειες. Ήταν οι Ταμπάχ, ο Αμαρίγλιος, οι Περαχιάδες, οι Μουσιουλάμ. Με τα κορίτσια του Μουσιουλάμ ήμαστε συνομίληκες πάνω κάτω. Κάναμε παρέα, καλή παρέα. Ήταν η Ράινα, η Φλώρα και η Μπεβενίδα, με την μητέρα τους, την κυρία Ρικούλα. Καλοί άνθρωποι, ήσυχοι, δουλευτάρηδες και πεντακάθαροι. Μια παροιμία λέει «σε αρμενικό τραπέζι να καθίσεις και σε εβραϊκό κρεβάτι να κοιμηθείς». Με τα κορίτσια πηγαίναμε βόλτα, τα λέγαμε, κάναμε τα κόρτια μας.

Στην Κατοχή οι άνθρωποι τα ’χασαν. Και ποιος δεν τα ’χασε τότε, αλλά αυτοί με την τρομοκρατία όλο και το χειρότερο περίμεναν, όλο και μοιρολογούσαν. Εγώ ήμουν νιόπαντρη, τον άντρα μου τον είχαν πάρει οι Βούλγαροι, αλλά παρ’ όλα αυτά πήγαινα και τις έδινα κουράγιο. Τα αγαπούσα αυτά τα κορίτσια, μαζί είχαμε μεγαλώσει.

Τότε στην Ξάνθη είχαμε τους Βουλγάρους. Κι ως τη στιγμή που πέθανε ο βασιλιάς τους, τους Εβραίους δεν τους πείραξαν. Τους είχαν σταμπαρισμένους όμως και κάθε τόσο τους φοβέριζαν. Ώσπου, το Μάρτιο νομίζω του 1943, τη μέρα της εθνικής γιορτής των Βουλγάρων, τους μάζεψαν σε μια νύχτα. Εμάς μας είχαν κλεισμένους, απαγορευόταν η κυκλοφορία, αλλά ακούσαμε το μεγάλο κακό. Οι στρατιώτες σπάγαν τις πόρτες κι άρπαζαν τους δύστυχους απ’ τα κρεβάτια. Την κυρία Ρικούλα την πήραν άρρωστη. Τους είδα πίσω απ’ τις κουρτίνες που τους πέρασαν. Η Ράινα κοίταξε στο παράθυρο σαν να ’ξερε ότι την κοίταγα από πίσω, στα σκοτεινά. Έκανε μια κίνηση με το χέρι, σαν να με χαιρετούσε. 

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 13.11.1983, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ταράχτηκα, έβαλα τα κλάματα, αλλά δεν τα ’χασα. Τότε δεν ξέραμε πού τους πήγαιναν. Λέγανε ότι θα τους σηκώσουν για την Πολωνία, όπου θα γίνει το κράτος τους. Λοιπόν, όπως έλεγα, δεν τα ’χασα. Μάζεψα ψωμί, ζάχαρη, λίγα μήλα και λάδι, ντύθηκα και πήγα στις καπναποθήκες όπου τους συγκέντρωναν. Ήξερα καλά τα βουλγάρικα. Ως το ’20 η Ξάνθη ήταν στην κατοχή τους.

Βλέπω έναν αξιωματικό. Του λέω: «Αξιότιμε κύριε, θέλω να δώσω μερικά πράγματα σε κάτι φίλες μου, επιτρέψτε με…» «Μήπως θες να πας μαζί τους στον αγύριστο;» μου λέει. Τότε κατάλαβα τι τους περίμενε. Από τότε, κάθε που πήγαινα για τρισάγιο, έγραφα και τα ονόματα των κοριτσιών και της μάνας τους, που δεν ξαναγύρισαν. Ποιος ξέρει πού χάθηκαν και πώς. Λέγαν τρομερά πράγματα. Για αέρια, για φούρνους, για σαπούνια…

Μια φορά, των «Ψυχών» ήταν, πήγα στα νεκροταφεία. Έδωσα στον παπά τα ονόματα, να διαβάσει. Γυρνάει λοιπόν και μου λέει: «Ράινα, Φλώρα, Μπεβενίδα, αυτά κυρά μου δεν είναι χριστιανικά ονόματα, εβραϊκά είναι». «Ακούστε πάτερ» του λέω. «Εγώ δεν ήρθα εδώ για βαφτίσια, για τρισάγιο ήρθα. Διαβάστε τη συγχώρεση σάς παρακαλώ».

Έκανε πως δεν με άκουσε, τέλειωσε το τρισάγιο κι έφυγε. Από τότε ανάβω ένα κερί στην ψυχή των κοριτσιών. Σήμερα, αν ζούσαν, θα ήταν σαν εμένα. Εγώ γέρασα. Εκείνες έμειναν νέες κι όμορφες στη μνήμη μου.

Αυτά γράψ’ τα. Τα λέω πρώτη φορά, και τα λέω σαν μνημόσυνο.

Σημ.: Από τους 600 Εβραίους της Ξάνθης γύρισαν μετά τον πόλεμο οι επτά.

*Κείμενο που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 13 Νοεμβρίου 1983, στο πλαίσιο δισέλιδου αφιερώματος της εφημερίδας με αφορμή την τεσσαρακοστή επέτειο του ξεκληρίσματος των Εβραίων της Θεσσαλονίκης.

Σετικά άρθρα
Creative People

Τελευταία Νέα