26.2 C
Athens
Δευτέρα, 16 Σεπτεμβρίου, 2024

ΑρχικήΑΡΘΡΑΠάσχα στο χωριό απ’ την Ρούλα Ράμμου

Πάσχα στο χωριό απ’ την Ρούλα Ράμμου

Πάσχα, μια από τις σημαντικότερες γιορτές της Ορθοδοξίας που οι Έλληνες τιμούν με ευλάβεια,  τηρώντας  τα έθιμα και τις παραδόσεις, καθ’ όλη την διάρκεια της Σαρακοστής μέχρι την Λαμπρή. Αν μάλιστα το Πάσχα συνδυάζεται με την εξόρμηση τους στα χωριά τους, η προσμονή γίνεται μεγαλύτερη. Σαν κάτι να έχει χαραχτεί από παλιά στη μνήμη τους, ότι εκείνη την περίοδο μόνο εκει θέλουν να βρεθούν, να θρηνήσουν για τον  Χριστό τον “αίρων την αμαρτία του κόσμου”, μέχρι να φτάσουν στην Ανάσταση  του και να γλεντήσουν, την Κυριακή του Πάσχα, με χορούς, φαγοπότι και τσούγκρισμα αυγών.

Αναμνήσεις από παλιά

Κάπως έτσι κι εμείς από μικρά παιδιά πηγαίναμε οικογενειακώς στο χωριό, στη Μανάγουλη. Ο κόσμος να χαλούσε, Πάσχα είμασταν εκεί. Μικρές, με την αδερφή μου δεν καταλαβαίναμε και πολλά για την συγκεκριμένη γιορτή, μόνο το ότι η μητέρα μας, μας φόραγε τα καλά μας και μας πήγαιναν με τον πατέρα μας στην εκκλησία για να συναντήσουμε  τον Χριστούλη. Θυμάμαι, τα σοκολατένια κουνελάκια, τα κουλουράκια που μυρίζανε αμμωνία και το ότι κλαίγαμε όταν έσπαγε τ’ αυγό μας στο τσούγκρισμα.

Αργότερα, στο δημοτικό, θυμάμαι να κατεβαίνουμε στο χωριό και το σπίτι να είναι κάτασπρο από τον ασβέστη. Είχε φροντίσει βλέπεις η γιαγιά, από τις πρώτες κιόλας μέρες της Μ. Εβδομάδας ν’ ασβεστώσει, για να μας βρει όλους το Πάσχα πεντακάθαρους -μέσα κι έξω! Όλο ανεξαιρέτως το χωριό ασβέστωνε την Μεγάλη εβδομάδα.

Στις αναμνήσεις μου από το σπίτι στο χωριό, αναμειγνύονται οι μυρωδιές από το ζυμωτό ψωμί στον ξυλόφουρνο,τα κουλουράκια κι οι βαφές για τα αυγά, που έπρεπε «επί ποινή αμαρτίας» να έχουν βαφτεί μέχρι την Μ. Πέμπτη. Οι βαφές τότε, άφηναν τα χέρια της γιαγιάς και της μαμάς κόκκινα. Πάνω στο τραπέζι, σε περίοπτη θέση, δίπλα από τα πασχαλινά κουλούρια, υπήρχε πάντα ένα καλάθι με κόκκινα αυγά που είχαν κολλημένα αυτοκόλλητα με λαγουδάκια και λουλούδια για διακόσμηση, που περιελαμβάνονταν κλασικά στην συσκευασία με την βαφή.

Έξω από το σπίτι, στον κήπο, οι μυρωδιές της φύσης συμμετείχαν κι αυτές στη διαδικασία μέχρι το Πάσχα. Τα άνθη πορτοκαλιάς και λεμονιάς γέμιζαν τα δέντρα, κι η μυρωδιά τους μπλεκόταν  με τις ευωδιές από τις βιολέτες, τις φρέζες, τα ζουμπούλια. Στα χωράφια ξεχώριζαν από μακρυά οι παπαρούνες, ενώ στους κήπους, οι λευκοί κρίνοι περίμεναν υπομονετικά να στολίσουν μεγαλόπρεπα τον Επιτάφιο.

Το Πάσχα πέφτει πάντα την εποχή της Άνοιξης και τότε ένα ακόμα θαύμα της φύσης εκτυλισσόταν μόλις ερχότανε το σούρουπο. Όταν ο ουρανός διάλεγε τα μαβιά του χρώματα για να κοιμίσει τον ήλιο, έκαναν την εμφάνιση τους οι πυγολαμπίδες. Αυτά τα συμπαθή έντομα με την φωτεινή ουρά που μπλέκονταν μέσα στους θάμνους και έμοιαζαν με μικρά αστεράκια επί γης. Παλαιότερα υπήρχαν πολύ περισσότερες πυγολαμπίδες κι έτσι τα παιχνίδια ήταν ποικίλλα. Με τις φίλες μας στο χωριό, τις κυνηγούσαμε, πότε να τις βάλουμε σε γυάλινο βάζο και πότε να τις κολλάμε κρυφά η μία στα μαλλιά της άλλης για να γελάμε που φωτίζαμε λες κι είχαμε φωτοστέφανο στο κεφάλι.

Έθιμα Μεγάλης Εβδομάδας

Όταν μεγαλώσαμε λίγο ακόμα, στο γυμνάσιο, είχαμε πιο ενεργή συμμετοχή στα μυστήρια και στα έθιμα της Μεγάλης Εβδομάδας. Συνήθως κατεβαίναμε στο χωριό Μεγάλη Πέμπτη, για να πάμε στην  εκκλησία του χωριού, που φιλοξενείται στον προαύλειο χώρο του πέτρινου σχολείου για να προσφέρουμε ένα ακάνθινο στεφάνι στον σταυρωθεντα Χριστό. Την επόμενη μέρα ξημέρωνε Μεγάλη Παρασκευή. Οι νοικοκυρές φρόντιζαν τα πάντα να έχουν τελείωσει την προηγούμενη. Αυστηρή νηστεία, χωρίς λάδι, ούτε δουλειές του σπιτιού, μόνο πένθος. Από το πρωί ξεχυνόμασταν στους αγρούς να μαζέψουμε τα πιο ωραία λουλούδια για να στολίσουμε τον Επιτάφιο. Ζηταγαμε λουλούδια κι από τους χωριανούς με αξιοζήλευτους κήπους, οι οποίοι απλόχερα τα προσέφεραν για τον στολισμό του Επιτάφιου. Μόνο τα κορίτσια επιτρεπόταν να στολίσουν τον Επιτάφιο, το πρωί, μετά την Αποκαθήλωση, ώστε να είναι έτοιμος και μυρωδάτος να υποδεχτεί το σώμα του Χριστού.

Το απόγευμα, η καμπάνα της εκκλησίας θα χτύπαγε στις 7. Φοράγαμε σκουρόχρωμα ρούχα γιατί η μέρα ήταν πένθιμη και μ’ ένα φαναράκι χάρτινο κατευθυνόμασταν προς την εκκλησία. Στο κέντρο του ναού στεκόταν μεγαλοπρεπής και ανθοστολισμένος ο Επιτάφιος κι οι πιστοί συμμετείχαν στο δράμα του Θεανθρώπου ψέλνοντας το “η Ζωή εν τάφω”. Όλα τα κορίτσια του χωριού, σε αυτή την ηλικία, είχαν γίνει μυροφόρες, μαζί τους κι γω, κρατώντας ένα καλαθάκι με ροδοπέταλα και έραιναν το σώμα του Χριστού κατά την διάρκεια του εγκωμίου:”΄Ερραιναν τον τάφο αι Μυροφόροι μύρα“.

Η περιφορά, γίνονταν με αναμμένα φαναράκια και προσπαθούσαμε να βρούμε μέσα στο σκοτάδι και τον κόσμο, τους υπόλοιπους της παρέας. Επιστρέφοντας στην Εκκλησία, επιβαλλόταν να περάσουμε κάτω από τον Επιτάφιο για να πάρουμε την χάρη Του.

Αργότερα, αρκετά μεγαλύτερη, βρέθηκα στην Ναύπακτο. Εκεί, τη Μεγάλη Παρασκευή, οι δύο Επιτάφιοι που συναντώνται στο λιμάνι, ο φλεγόμενος σταυρός που βυθίζεται στα νερά κι οι ψαλμοί από τα μεγάφωνα σε κρατούν καθηλωμένο.

Από την αυγή του Μεγάλου Σαββάτου μέχρι την Ανάσταση το βράδυ, η μέρα φάνταζε τεράστια, οπότε προσπαθούσαμε να την γεμίσουμε με διάφορους τρόπους. Οι νοικοκυρές ετοίμαζαν συνήθως μαγειρίτσα ή γαρδουμπάκια για το βράδυ, ενώ εμείς κανονίζαμε καφέ με την παρέα μας ή κάναμε τα τελευταία ψώνια στη Ναύπακτο, ξεγελώντας την πείνα μας με κάποιο νηστίσιμο σάντουιτς. Το βράδυ πλησίαζε κι εμείς μπροστά στην τηλεόραση βλέπαμε “Ιησούς από την Ναζαρέτ” μέχρι να ετοιμαστούμε. Κάθε χρόνο ξανά και ξανά, με την ίδια προσήλωση, λες και το βλέπαμε πρώτη φορά! Η καμπάνα χτυπούσε κι από τα στενά δρομάκια του χωριού ξεπηδούσαν οι πιστοί με γοργό βήμα κατευθυνόμενοι προς την εκκλησία, φορώντας τα λαμπριάτικα τους και κρατώντας τη λαμπάδα στο χέρι. Εκείνη την ημέρα ο κόσμος γέμιζε την Εκκλησιά μέχρι έξω το προαύλιο, όπου κάνοντας πηγαδάκια, ανυπομονούσαν να βγει ο ιερέας με το Άγιο φως. Ανυπόμονα ήταν και τα αγόρια του χωριού, που είχαν προμηθευτεί τα απαραίτητα δυναμιτάκια και με το που χτυπούσαν οι αναστάσιμες καμπάνες έκαναν την νύχτα μέρα με τα πυροτεχνήματα. Πέρα  από τον τρόμο που προκαλούσαν σε κάποιους, ομολογουμένως ήταν ένα συναρπαστικό υπερθέαμα που ειδικά σε εμάς τα κορίτσια δημιουργούσε κι ένα επιπλέον άγχος. Αυτό του να μην σου κάψει κανένας τα μαλλιά, απλά  γιατί χάζευε τα βαρελώτα. Κάπου-κάπου, μύριζαν κάτι καμένες τρίχες, ενώ συχνά τα παλτά μας είχαν στάμπες από λιωμένο κερί, αλλά χαλάλι! Μετά τις ευχές και τους εναγκαλισμούς, 12:30 ώρα το πολύ, είχαν γίνει όλοι καπνός. Μόνο κάτι τρεμάμενα κεριά αχνοφαινονταν στο σκοτάδι που κι αυτά σιγά-σιγά τα κατάπινε η νύχτα.

Μεγαλύτερες πιά, κι όταν τα μπαρ και τα κλαμπ στη Ναύπακτο είχαν κάνει την εμφάνιση τους, η νυχτερινή  έξοδος μετά το φαγητό ήταν επιβεβλημένη. Με τα χρόνια αυτό έφθινε κι η συγκέντρωση της παρέας για ξεφάντωμα, μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, έμεινε μια γλυκιά ανάμνηση της μετεφηβικής μας επανάστασης.

Η Κυριακή του Πάσχα ήταν ημέρα χαράς και γιορτής για όλους τους ανθρώπους. Πρωί-πρωί θυμάμαι τον πατέρα μου να βάζει το αρνί στη σούβλα και να το γυρνάει με το χέρι –παραδοσιακά- για ώρες. Αργότερα βγήκαν κι οι ηλεκτρικές σούβλες που δεν σε ανάγκαζαν να είσαι καθηλωμένος  στο σκαμνί και να γυρνάς το καημένο το ζώο για ώρες μέχρι να ψηθεί. Αυτό εδινε ελεύθερο χρόνο στους άνδρες και την ευκαιρία στις γυναίκες να τους αναθέτουν δουλειές μιας και τώρα δεν ήταν πια «απασχολημένοι».

Οι δοκιμές της πετσας, με το αιτιολογικό: «έχει ψηθεί ή ακόμα;», κατέληγαν το αρνί στο τραπέζι «αποφλοιωμενο». Οι μουσικές έδιναν κι έπαιρναν από το πρωί, το ίδιο κι οι πιστολιες. Ήταν  ευκαιρία να συγκεντρωθουν οι συγγενείς, να πουν τα νέα τους, να γελάσουν και να χορέψουν. Παλιά θυμάμαι να ενώνουμε τραπέζια και να ψάχνουμε καρέκλες, για να χωρέσουμε όλοι. Ξαδέρφια, θείοι, παππούδες και έκτακτοι επισκέπτες που ήρθαν να πουν καλό Πάσχα. Τώρα δυστυχώς κάποιοι λείπουν πια από το γιορτινό τραπέζι, όχι όμως κι από τις καρδιές μας. Μετά το μεσημεριανό φαγοπότι, ερχόταν η ώρα για το τσούγκρισμα των αβγών. Υστερα από τόσο φαγητό βέβαια, με δυσκολία τρώγαμε τα αυγά που κατέληγαν μισό σπασμένα ξανά στο καλάθι τους. Δεν λέγαμε όμως ποτέ όχι στα σοκολατένια αβγά, τα οποία τσακιζαμε επιτόπου χωρίς να μείνει ούτε δείγμα για την επόμενη μέρα.

Όλη η υπόλοιπη εβδομάδα, η εβδομάδα της Λαμπρής, είχε την χάρη της. Στη γιορτή της Αγάπης αφήναμε τις λαμπάδες στην εκκλησία για να καούν, ενώ ακουλουθεί κι η γιορτή της Ζωοδόχου Πηγής. Αυτή η εβδομάδα όμως ήταν «γιορτή» γιατί μπορούσαμε να περάσουμε όμορφα με την παρέα μας, ν’απολαυσουμε την ομορφιά της φύσης και τις μυρωδιές της Άνοιξης κάνοντας παραδοσιακό Πάσχα στο χωριό.

Δυστυχώς. από πέρυσι μέχρι φέτος, αυτός ο αόρατος εχθρός, μας εχει αναγκάσει να κλειστούμε στα σπίτια μας, φοβισμένοι και ανήσυχοι για το αύριο κι η επιθυμία να ξαναζήσουμε όσα μας συνδέουν με τις υπέροχες αυτές αναμνήσεις όλο και ξεμακραίνει. Εκείνο όμως που με θλίβει περισσότερο είναι ότι αυτός ο ύπουλος εχθρός μας έχει στερήσει το δικαίωμα ν’ανταλλαξουμε φιλιά κι αγκαλιές με τους συγγενείς και τους φίλους και να γιορτάσουμε το θαύμα του Αναστάντα Ιησού. Θα ήταν πραγματικά θαύμα αν με το το φετινό “θανάτω, θάνατον πατήσας” συνθλίβαμε αυτό τον εχθρό και κάναμε ξανά μια ανθρώπινη-Ελληνική αγκαλιά.

Καλή Ανάσταση με υγεία σε όλους!

Creative People

Τελευταία Νέα

Σετικά άρθρα
Creative People

Τελευταία Νέα