Εδώ και αιώνες, οι μελετητές προσπαθούν να απαντήσουν στο ερώτημα πότε ακριβώς έζησε και δημιούργησε ο Όμηρος. Η «Ιλιάδα» —το έπος που θεμελίωσε την ευρωπαϊκή λογοτεχνία— παραμένει πηγή θαυμασμού αλλά και αινίγματος. Μια ομάδα ερευνητών από το Πανεπιστήμιο του Reading επιχείρησε να ρίξει φως στο μυστήριο όχι μέσα από την αρχαιολογία ή τη φιλολογία, αλλά μέσω των μαθηματικών. Η μελέτη τους, που δημοσιεύτηκε το 2013 στο επιστημονικό περιοδικό BioEssays και παρουσιάστηκε εκ νέου τον Αύγουστο του 2025 από τον Mark Pagel στο έργο Medicine in Homer, βασίστηκε στη στατιστική ανάλυση της εξέλιξης των γλωσσών.
Οι επιστήμονες συνέκριναν τρεις γλώσσες: τα ομηρικά ελληνικά, τα νέα ελληνικά και τη χεττιτική, τη γλώσσα της πανάρχαιας αυτοκρατορίας της Ανατολίας. Επειδή τόσο η ελληνική όσο και η χεττιτική ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή οικογένεια, παρουσιάζουν «γενετική συγγένεια». Η σύγκριση των κοινών λέξεων (γνωστών ως cognates) και ο υπολογισμός του ρυθμού με τον οποίο αντικαθίστανται οι λέξεις μέσα στους αιώνες —το λεγόμενο «ποσοστό λεξιλογικής αντικατάστασης»— αποτέλεσαν τη βάση της μαθηματικής προσέγγισης. Σύμφωνα με τους ερευνητές, η «ημιζωή» μιας λέξης, δηλαδή το χρονικό διάστημα στο οποίο υπάρχει 50% πιθανότητα να αντικατασταθεί από μια άλλη άσχετη λέξη, είναι περίπου 2.500 χρόνια.
Αξιοποιώντας αυτά τα δεδομένα, η ομάδα εφάρμοσε μια στατιστική μέθοδο βασισμένη σε μοντέλα εξελικτικής φυλογένεσης, υπολογίζοντας τη χρονική απόσταση ανάμεσα στις τρεις γλώσσες. Το πρώτο αποτέλεσμα έδειξε ότι η «Ιλιάδα» γράφτηκε γύρω στο 707 π.Χ. Όταν, όμως, οι ερευνητές ενσωμάτωσαν ιστορικούς παράγοντες —όπως το γεγονός ότι ο Ηρόδοτος του 5ου αιώνα π.Χ. γνώριζε ήδη τον Όμηρο— επανέτρεξαν τους υπολογισμούς με ένα βελτιωμένο «βαθμικό» μαθηματικό μοντέλο (Bayesian analysis). Έτσι, προέκυψε ως πιθανότερη χρονολογία το 762 π.Χ., με περιθώριο σφάλματος ±200 ετών.