17.3 C
Athens
Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

ΑρχικήΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣΒΡΑΥΡΩΝΑ: «ΟΤΙ ΚΙ ΑΝ ΠΩ ΔΕ ΣΕ ΞΕΧΝΩ» ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΤΣΙΤΣΑΝΗ

ΒΡΑΥΡΩΝΑ: «ΟΤΙ ΚΙ ΑΝ ΠΩ ΔΕ ΣΕ ΞΕΧΝΩ» ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΤΣΙΤΣΑΝΗ

Το Σάββατο 26 Ιουλίου στις 9 το βράδυ στο γήπεδο μπάσκετ Βραυρώνος πραγματοποιήθηκε το μεγάλο αφιέρωμα στον Βασίλη Τσιτσάνη “30 χρόνια  δίχως  τον Βασίλη Τσιτσάνη «ΟΤΙ ΚΙ ΑΝ ΠΩ ΔΕ ΣΕ ΞΕΧΝΩ» χαρτογραφώντας τον Τσίλα με την «Ρεμπέτικη Παρέα» που αποτελείται από τους : Σπύρος Ηλιάδης τραγούδι-κρουστά, Βασίλης Κούλογλου τραγούδι – κιθάρα, Θανάσης Μπουκουβάλας τραγούδι – μπουζούκι και Ελένη Τορνάρου τραγούδι – ακορντεόν. 

Την εκδήλωση άνοιξε η Πρόεδρος του Οργανισμού Παιδείας, Πολιτισμού και Περιβάλλοντος «Ο ΞΕΝΟΦΩΝ» Δήμου Σπάτων Αρτέμιδος η οποία είπε:

«Καλλιτέχνης λαϊκός, όχι μόνο προέρχεται από τον λαό και τον εκφράζει αφού του εκφράζει τα ντέρτια και τους καημούς του, για να χαρεί και να κλάψει. Ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι ένας ζωγράφος που αντί να χρησιμοποιεί πινέλα έχει στην παλέτα του, λέξεις και μουσικές. «Απλές» λέξεις, «απλές» μουσικές. Μόνο που όταν τοποθετούνται στον καμβά του αποκτούν άλλη υπόσταση.

Ο Βασίλης Τσιτσάνης δημιούργησε αυτό που ονομάζουμε Νεοελληνικό Λαϊκό Πολιτισμό. Μαζί με τον Θεόφιλο και τον Ευγένιο Σπαθάρη.

Γεννήθηκε στα Τρίκαλα από γονείς Ηπειρώτες. Τσαρουχάς ο πατέρας του, είχε ένα μαντολίνο με το οποίο έπαιζε σχεδόν αποκλειστικά κλέφτικα τραγούδια της πατρίδας του. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία. Στα έντεκα χρόνια του χάνει τον πατέρα του και μόνον τότε πέφτει στα χέρια του το μαντολίνο –  το οποίο στο μεταξύ έχει μετατραπεί από κάποιον ντόπιο οργανοποιό σε μπουζούκι.

Στα τέλη του 1936 φεύγει από τα Τρίκαλα για την Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει νομικά. Για να συμπληρώσει τα έσοδά του δουλεύει παράλληλα σε ταβέρνες. Σε μια απ’ αυτές γνωρίζει τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο ο οποίος τον πηγαίνει σε μια δισκογραφική εταιρεία. Ηχογραφεί για πρώτη φορά το 1937, αλλά το κύριο μέρος των προπολεμικών δίσκων του πραγματοποιείται τα επόμενα χρόνια.

Η δεκαετία 1945-1955 είναι ίσως η κορυφαία της καριέρας του καθώς γνωρίζει την πλατιά καταξίωση στη δισκογραφία και η πιο μεστή δημιουργικά γι’ αυτόν. Φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές που υπηρετούν τα τραγούδια του  και δένονται μαζί του : την Μαρίκα Νίνου, την Σωτηρία Μπέλλου, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη. «Ήμαστε αλάνια», «Πήρα τη στράτα κι έρχομαι», «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Τρελός τσιγγάνος», «Πέφτουν της βροχής οι στάλες», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Κάνε λιγάκι υπομονή», «Φάμπρικες», «Πέφτεις σε λάθη», «Καβουράκια», «Κάθε βράδυ λυπημένη», «Ξημερώνει και βραδιάζει», «Έλα όπως είσαι» είναι μερικά μόνο από τα τραγούδια του γι’ αυτή την περίοδο και ίσως θα  έπρεπε να σημειώσουμε τόσο τον μελωδικό πλούτο, όσο και τη δεξιοτεχνία στην απόδοση αυτών των τραγουδιών.

Το 1980 με πρωτοβουλία της UNESCO ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο «Χάραμα» – έτσι λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια της καριέρας του και της ζωής του. Σ’ αυτόν τον δίσκο παίζει μια σειρά από κλασικά του τραγούδια αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι. Ο δίσκος αυτός με την έκδοση του στη Γαλλία το 1985 παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας Charles GROSS. Όμως στο μεταξύ ο κορυφαίος δημιουργός έχει φύγει για πάντα. Το 1984, την ημέρα των γενεθλίων του 18 Ιανουαρίου, πεθαίνει στο νοσοκομείο BROMPTON του Λονδίνου ύστερα από επιπλοκές μια εγχείρισης στους πνεύμονες.

Η ιστορία ενός τραγουδιού.

Στις 24 Φεβρουαρίου 1948 φτάνει στην Αθήνα ο Στρατηγός Βαν Φλιτ, διοικητής της Αμερικανικής Στρατιωτικής Συμβουλευτικής και Προγραμματικής Ομάδας που ηγείται των προσπαθειών για την οριστική συντριβή του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. 

Σε αυτό το φόντο – αλλά με τις νωπές μνήμες της κατοχής – ο Βασίλης Τσιτσάνης ηχογραφεί την περίφημη «Συννεφιασμένη Κυριακή».

Λέει ο ίδιος «Θυμάμαι από βραδύς είχε γίνει μπλόκο από τους Γερμανούς σ’ ένα κουτούκι και κανείς μας δεν ήξερε ποιος θα φύγει ζωντανός από μέσα. Μ’ έβαλαν κι έπαιζα μέχρι το πρωί. Το χάραμα μας άφησαν να φύγουμε. Έξω το χιόνι ήταν στρωμένο κι όπως πήγαινα για το σπίτι είδα τόπους τόπους πηχτό κόκκινο αίμα. Μέσα στο λίγο φως είδα το παλικάρι που ήταν σκοτωμένο. Γύρισα σπίτι μου κι έγραψα το τραγούδι. Ο πρώτος του τίτλος ήταν «Ματωμένη Κυριακή». Το ζοφερό κλίμα της κατοχής που μου είχε εμπνεύσει τους στίχους του τραγουδιού μου ενέπνευσε και τη μουσική του. Ήθελα να φωνάξω για τη μαύρη απελπισία που μας έδερνε όλους εκείνη την εποχή, όλο για την απελπισία να μιλάνε οι νότες». Η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού είναι από τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και την Σωτηρία Μπέλλου.

Ο Τσιτσάνης για τον Τσιτσάνη :

«Αισθανόμουν ταπεινός, πιο μικρός από τους άλλους ανθρώπους, γιατί ο μουσικός τότε είχε κακή φήμη, πήγαινε στα πανηγύρια κι ο καθένας του κολλούσε τις δεκάρες του. Γι’ αυτά είχα μια φοβία, σε μια τέτοια κατάσταση βρισκόμουνα. Έπειτα θα πείτε πως έγινα μουσικός; Έγινα με μια κρυφή ελπίδα, ότι αν δεν γίνω μεγάλος, το είχα βαθιά μες την ψυχή μου αυτό, εάν δεν γίνω μεγάλος, θα εγκαταλείψω  γρήγορα. Δεν ήθελα τη μέση κατάσταση. ΔΕΝ ΤΗΝ ΗΘΕΛΑ».

Ότι κι αν πω δεν σε ξεχνώ Βασίλη Τσιτσάνη».

Ακολούθησε το τρίωρο καταπληκτικό αφιέρωμα στα τραγούδια του Τσιτσάνη από την «Ρεμπέτικη Παρέα» που ενθουσίασε το κοινό. 

Σετικά άρθρα
Creative People

Τελευταία Νέα