Συντρόφι μου πιστό,
στ’ ατέλειωτα, τα μόνα, βήματά μου / σα το φεγγάρι αλλοπαρμένο, στραφταλιάζει / στα φύλλα τω δεντρώ απάνου
κι απ’τη περίσσα λαγαράδα παραπαίει ζαλισμένο / τότε και συ Συντρόφι μου / στο μαύρο κρέπι σου κρατάς τ’ αχνοφασμένο / σκέψεις μου μύριες, που περνούν στο λογισμό μου.
Συντρόφι μου πιστό!
Συντροφευτή ακούραστε τω ποδαριώ μου / που στέκεις και προσμένεις και νογάς / ότι προσμένω στ’ ακροβράχι του πελάου
κι όπως κοιτάς / άσπρο πανί μην αντικρύσεις / γένεσαι τρίμετρος και σκύβεις και βουτάς/ τα ποθαμένα ονείρατά μου ν’αναστήσεις.
Και σα ο ήλιος λαμπαδιάζει το αιθέρι/ τότε αχώριστοι συντρόφι μου ακριβό / τη μέρα δρασκελούμε χέρι-χέρι.
Όμως και σύ αγαπημένος άπιστος θα γένεις / σα το χινόπωρο πικρό, τη συγνεφιά του θα μου πέψει / κι ο ήλιος μου σκιασμένος θα χαθεί / και το φεγγάρι θα κιοτέψει.