Συντάκτης: Γρηγόρης Κεντητός
Τον χειμώνα του 1676, ένας Γάλλος περιηγητής αποβιβάζεται στη Ζάκυνθο και ξεκινά ένα ταξίδι που θα τον οδηγήσει στην απέναντι Πελοπόννησο, στους Δελφούς, τη Λιβαδειά και τη Θήβα. Η Ελλάδα που συναντά δεν είναι τουριστική. Είναι φτωχή, αρχαία και βυθισμένη σε έναν άλλο χρόνο. Οι μισοί ναοί είναι στάβλοι, οι δρόμοι επικίνδυνοι, και οι άνθρωποι πιστεύουν ακόμα σε χρησμούς και θαύματα.
Στην Πάτρα, αντικρίζει ερείπια από το θέατρο, ναούς του Δία, της Δήμητρας, της Αφροδίτης και του Απόλλωνα. Εκεί, όπως σημειώνει, οι κάτοικοι καίνε μάρμαρα για να ζεσταθούν. Βλέπει την παλιά ρωμαϊκή αγορά, αλλά και τον ναό της Τρικλίας, όπου οι ντόπιοι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι πρέπει να θυσιάσουν έναν νέο για να γιατρευτεί κάποιος δαιμονισμένος.
Στους Δελφούς, του δείχνουν το σημείο που κάποτε ήταν ο ναός του Απόλλωνα. Μένει άφωνος από το τοπίο του Παρνασσού, αλλά και από το γεγονός ότι ο τόπος έχει καλυφθεί από στάνες και καλύβες. Οι χωρικοί δεν ξέρουν πού βρίσκονται και χρησιμοποιούν τα ερείπια σαν πέτρες για τις αυλές τους. Το Μαντείο δεν υπάρχει πια, μόνο ο φόβος και οι προλήψεις.
Στη Λιβαδειά, μαθαίνει για το ποτάμι που κάποτε έπλεναν οι Πυθίες πριν μιλήσουν στον Θεό. Περιγράφει μια πόλη που ζει μες στην υγρασία, δίπλα στο ποτάμι της Χερώνειας, με πηγές που ακόμα λατρεύονται σαν ιερές. Το Βοιωτικό τοπίο του προκαλεί δέος, αλλά και θλίψη — βλέπει ανθρώπους που κοιμούνται πάνω σε σπασμένες στήλες και παιδιά που παίζουν σε ορατά θεμέλια αρχαίων οικοδομών.
Στη Θήβα, μιλούν για τον Ηρακλή και τις 7 Πύλες της. Δεν βρίσκει πολλά, αλλά σημειώνει πως η κάθε πέτρα έχει πάνω της χαραγμένο το βάρος των αιώνων. Οι Τούρκοι έχουν χτίσει μιναρέδες πάνω σε ναούς, και πολλοί Χριστιανοί μένουν σε παλιές ρωμαϊκές θέρμες. Γράφει πως σπάνια είδε πόλη που να διατηρεί τόση μνήμη και τόσο λίγη αξιοπρέπεια πια.
Ο Γάλλος ταξιδιώτης δεν ήρθε για διακοπές. Ήρθε να δει την Ελλάδα με τα μάτια της Ιστορίας. Και αυτό που βρήκε ήταν ένας λαός φτωχός, βαθιά θρησκευόμενος, μα και περιτριγυρισμένος από τη δόξα των προγόνων του.
Αν και το ταξίδι του έγινε το 1676, οι λεπτομέρειες που καταγράφει θυμίζουν σύγχρονη εθνογραφική μελέτη. Δεν ήξερε ότι οι περιγραφές του θα σώσουν μορφές της Ελλάδας που δεν υπάρχουν πια. Χωριά που έχουν χαθεί. Πηγές που έχουν σκεπαστεί. Στήλες που έγιναν ασβεστοκάμινα.
Κι όμως, μέσα από αυτό το οδοιπορικό, ο αναγνώστης βλέπει μια Ελλάδα όπως ήταν. Με τον ήλιο του χειμώνα, τα βράδια στις βάρκες, τις ορθόδοξες εικόνες πλάι σε αρχαίες θεότητες, τις γυναίκες με φουστάνια του 16ου αιώνα, και τις φωνές των παιδιών δίπλα στις σπασμένες επιγραφές.
Η Ελλάδα του 1676. Μια Ελλάδα που μυρίζει λιβάνι, υγρασία και καμένο μάρμαρο.






