Στέκει ορεινή και δύσβατη, άγονη, άδενδρη και άνυδρη στην καρδιά μιας αγκαλιάς που σχηματίζουν γύρω της η Κέα και η Εύβοια, η Ανδρος, η Τήνος, η Σύρος και η Κύθνος. Στο αφιλόξενο έδαφός της μπορεί να βρήκε πρόσφορο τόπο στην αρχαιότητα η λατρεία της Αφροδίτης και της Αρτέμιδος, αλλά πολύ νωρίς επίσης πήρε τον χαρακτήρα, για τον οποίο τη γνωρίζουμε σήμερα: τόπος εξορίας με απώτερο σκοπό τον θάνατο των πολιτικών αντιπάλων όσων κατέχουν την εξουσία.
Οι ρωμαίοι αυτοκράτορες Καλιγούλας και Νέρωνας έστελναν τους εχθρούς τους στη γη της για να τους εξοντώσουν. Οταν ένας αξιωματούχος που κρίθηκε ένοχος για οικονομικές ατασθαλίες προτάθηκε να εξοριστεί εκεί, ο αυτοκράτορας Τιβέριος βρήκε την τιμωρία υπερβολική και τον περιόρισε στην Κύθνο.
Είναι η Γυάρος. Το νησί που μαζί με τη Μακρόνησο έχει συνδεθεί με μελανές σελίδες της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας. «Εγκληματικαί Φυλακαί» και «Θανατονήσι» είναι μερικά μόνο από τα προσωνύμια που υποκαθιστούν το όνομά της και επιχειρούν να αποδώσουν σε μια φράση όσα συνέβαιναν στις τέσσερις περιόδους εντός του 20ού αιώνα που λειτούργησε ως τόπος εξορίας και φυλακή.
Οι κρατούμενοι
Η αρχή έγινε τον Ιούλιο του 1947 με τους 551 πρώτους κρατουμένους να αποβιβάζονται στο άγονο νησί, στο οποίο δεν υπήρχε καμία υποδομή, κανένα κτίριο, παρά μόνο κάποια δωμάτια παραμονής των φυλάκων που ανεγέρθηκαν λίγους μήνες νωρίτερα από τον στρατό.
Οι κρατούμενοι, εκτεθειμένοι στη ζέστη το καλοκαίρι και στους ανέμους και τη βροχή τον χειμώνα, διέμεναν σε αντίσκηνα, που είχαν σκορπιστεί στους πέντε όρμους του νησιού, οι οποίοι είχαν διαμορφωθεί σε αντίστοιχα, περιφραγμένα με συρματόπλεγμα, στρατόπεδα.
Και με τα χέρια τους διαμόρφωσαν τους πέτρινους αναβαθμούς, ισοπέδωσαν τον βράχο και έχτισαν με καταναγκαστική εργασία το πέτρινο κτίριο των φυλακών, συνολικής επιφάνειας 11.000 τ.μ., που αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση οικοδόμημα των Κυκλάδων.
Εκτιμάται ότι ως τον Νοέμβριο του 1952 που διήρκεσε η πρώτη περίοδος λειτουργίας του νησιού ως τόπος κράτησης πολιτικών, σε συντριπτική πλειονότητα, κρατουμένων πέρασαν από τη Γυάρο περί τους 17.000 ανθρώπους – ανάμεσά τους 1.000 ανήλικοι – χωρίς κανένας επισκέπτης, με οποιαδήποτε ιδιότητα (συγγενής, δικηγόρος κ.λπ.) να καταφέρει να φτάσει ως τις ακτές του, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στη Μακρόνησο.
Οι συνθήκες που επικρατούσαν, ο υποσιτισμός, η ελλιπής ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τα βασανιστήρια, αλλά και εν γένει ο τρόπος οργάνωσης των φυλακών είχαν βασιστεί στην τεχνογνωσία των αποικιακών κατέργων, την οποία είχαν προσφέρει στην ελληνική κυβέρνηση βρετανοί και αμερικανοί αξιωματούχοι.
Η Γυάρος σταμάτησε τη λειτουργία της ως τόπος εξορίας τον Οκτώβριο του 1952.
Η δεύτερη περίοδος χρήσης της ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1955 με αρχικό στόχο την αποσυμφόρηση των φυλακών της ηπειρωτικής Ελλάδας που είχαν υπερκορεστεί μετά τον σεισμό στα Επτάνησα (αν και σύμφωνα με άλλη εκδοχή αφορμή στάθηκε η απόδραση στελεχών του ΚΚΕ από τις φυλακές των Βούρλων, τον Ιούλιο του 1955) και ολοκληρώθηκε το 1961 ύστερα και από διεθνείς πιέσεις για τις συνθήκες κράτησης.
Η χούντα των συνταγματαρχών είναι εκείνη που ανοίγει για τρίτη φορά τις φυλακές της Γυάρου από τον Απρίλιο του 1967 έως το καλοκαίρι του 1973, ενώ τελευταία φορά που υποδέχτηκαν κρατουμένους ήταν τον Νοέμβριο του 1973 έως την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, τον Ιούλιο του 1974.
Ιστορικός τόπος
Χρειάστηκε να περάσουν 27 χρόνια έως ότου το 2001 με πρωτοβουλία του υπουργείου Αιγαίου να χαρακτηριστούν όλες οι εγκαταστάσεις στη Γυάρο διατηρητέες, καθώς «αποτελούν στο σύνολό τους χώρο μνήμης για όλους τους Ελληνες, βωμό ελευθερίας της σκέψης και των ιδεών και σημάδεψαν την ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Αποτελούν κατασκευές που έγιναν με προσωπική εργασία των κρατουμένων κάτω από δυσμενείς συνθήκες».
Στο πλαίσιο της απόφασης προβλέπεται η απαγόρευση «κάθε αλλοίωσης των στοιχείων των εγκαταστάσεων» και επιτρέπεται «η συντήρηση με σκοπό τη διατήρησή τους από τη φθορά του χρόνου». Την ίδια περίοδο ακολουθεί χαρακτηρισμός της Γυάρου ως ιστορικού τόπου από το υπουργείο Πολιτισμού, απόφαση που αιτιολογείται επειδή «αποτελεί σημαντικό χώρο ιστορικής μνήμης που έχει αναπόσπαστα συνδεθεί με την ιστορία της νεότερης Ελλάδας.
Αποτελεί ζωντανή μαρτυρία των αγώνων του ελληνικού λαού για ελευθερία και δημοκρατία, σύμβολο καταδίκης των βασανιστηρίων και του περιορισμού των δημοκρατικών ελευθεριών».
Με την απόφαση κηρύσσονται «ιστορικά διατηρητέα μνημεία το κτίριο των φυλακών καθώς και όλα τα κτίρια, εγκαταστάσεις και κατασκευές, που βρίσκονται στις περιοχές των πέντε όρμων στη νήσο Γυάρο». Το 2011 ωστόσο μια νεότερη ομόφωνη γνωμοδότηση του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων που υπογράφηκε ως απόφαση από την πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟ περιόρισε την προστασία στους όρμους, αφήνοντας ακάλυπτο το υπόλοιπο νησί.