Μπορεί να έχουν μεσολαβήσει ογδόντα χρόνια από τότε που ο σπουδαίος γάλλος μυθιστοριογράφος Φρανσουά Μοριάκ («Τερέζα Μπεκερού», «Η έρημος της αγάπης», «Ο κόμπος των εχιδνών», «Μαύροι άγγελοι», «Το τέλος της νύχτας»), έγραψε την περίφημη φράση πως «ο ηθοποιός όταν περνάει από το προσκήνιο στη σκηνή είναι σαν να διαβαίνει ένα κατώφλι που συχνά μόνο οι άγιοι το διαβήκανε», δεν έχει υπάρξει όμως στο διάστημα αυτό θεατράνθρωπος ή απλός θεατρόφιλος – φτάνει βέβαια να τη γνώριζε – που να την έχει αμφισβητήσει ή αντικρούσει.
Το αντίθετο ακριβώς. Μια περίσκεψη και ένας προβληματισμός έχουν υπάρξει ακόμη και αν πρόκειται – για να το πούμε όσο γίνεται πιο μαλακά – για έναν μη θρησκευόμενο καλλιτέχνη. Αφού ακόμη και για τον πιο αμύητο ή τον ανυποψίαστο στα «περί τέχνης» – για οποιαδήποτε τέχνη και αν πρόκειται – υπάρχει μια βαθιά εδραιωμένη πεποίθηση πως η αποκάλυψη και το θαύμα, τόσο στενά συνδεδεμένα με την ύπαρξη ενός αγίου, πιστώνονται ως κάτι εντελώς φυσιολογικό σε σχέση με τη λειτουργία ενός καλλιτέχνη και ειδικότερα ενός ηθοποιού.
Πολύ περισσότερο για μας τους Ελληνες καθώς η μέγιστη ηθοποιός Μαρίκα Κοτοπούλη, αν όχι την ίδια ακριβώς εποχή (ο Μοριάκ είχε γεννηθεί στα 1885 και η Κοτοπούλη στα 1887) είχε αποφανθεί πως «το θέατρο είναι θρησκεία». Μια απόφανση που δεν έπαψε να επαναλαμβάνεται έκτοτε στα παρασκήνια των θεάτρων όσο και ως αυτόνομη φράση σε πλείστα όσα θεατρικά έργα, χωρίς επιπλέον να διευκρινίζεται η πηγή της.
Θα ήταν το λιγότερο παρακινδυνευμένο να σκεφτεί κανείς πως η «σύμπτωση» αυτή ανάμεσα στον γάλλο μυθιστοριογράφο και την ελληνίδα ηθοποιό θα μπορούσε να μην ισχύει και ότι ενδεχομένως ο πρώτος είχε πληροφορηθεί τη ρήση της Κοτοπούλη ή η δεύτερη είχε διαβάσει τη φράση του Μοριάκ. Γεγονός που κάνει τη σύμπτωση αυτή ακόμη πολυτιμότερη καθώς αναδεικνύει την κοινότητα ενός πνεύματος, ενός πνεύματος που κατά το Ευαγγέλιο «όπου θέλει πάει».
Γρηγόρης Βαλτινός
ηθοποιός
Σκηνή, ο ναός της αλήθειας
Αλήθεια, τι μετάλλαξη γίνεται όταν ο ηθοποιός περνάει από το παρασκήνιο στη σκηνή. Πιστεύω πως γίνεται κάτι που μόνο η τέχνη μπορεί να προσφέρει. Είναι σαν να περνάς από τη φυλακή στην ελεύθερη ζωή. Η ζωή είναι γεμάτη συμβάσεις, ζωτικά ψεύδη, υποκρισία, υποταγή, καταπίεση, εκμετάλλευση και χίλια ακόμη «δώρα» που περιέχει αυτό το «θείο δώρο» που βρωμίζει καθημερινά ο άνθρωπος. Η σκηνή, αντίθετα, είναι ο ναός της αλήθειας. Αυτός ο «ψεύτικος» και συμβατικός χώρος είναι σίγουρα πολύ πιο αληθινός από τη συμβατική, υποχρεωτικά, ζωή. Δεν έχεις ανάγκη να πεις ψέματα, να υποκριθείς, να υποταχτείς στην εξουσία, να συμβιβαστείς με την καταπίεση. Το αντίθετο ακριβώς: Μέσα σε αυτό το ψεύτικο κουτί ή την αρχαία ορχήστρα μπαίνεις για να υπηρετήσεις την αλήθεια. Δεν έχεις καμιά άλλη δέσμευση παρά μονάχα να υπηρετήσεις τις αιώνιες αξίες, τις «σταθερές» της ζωής που χαρίζουν ευτυχία, και όλα αυτά τα πετυχαίνεις καυτηριάζοντας το λάθος, το κακό, το ψέμα, την υποκρισία, την εκμετάλλευση, την αδικία μέσα από τα έργα των μεγάλων δημιουργών. Ο,τι δηλαδή μπορεί να χαρίσει ακόμη και σε έναν καθημερινό άνθρωπο ή σε έναν ιερωμένο τον τίτλο του «αγίου». Αγωνίζεται να διώξει το κακό, την αδικία και την εκμετάλλευση και ό,τι άλλο τοξικό και βλαβερό που προκαλεί συμφορές. Ισως γι’ αυτό ο Φρανσουά Μοριάκ, σε μια έκρηξη ενθουσιασμού για αυτή την υπέροχη τέχνη, έγραψε αυτή την τόσο εγκωμιαστική αλλά και τολμηρή ταυτόχρονα φράση. Τον ευχαριστούμε γιατί μας δίνει καύσιμο για να συνεχίζουμε…
Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος
σκηνοθέτης
Ένα είδος εξομολόγησης
Για να απαντήσω ή μάλλον για να γράψω ένα έστω και μικρό κείμενο με αφορμή τη φράση του Φρανσουά Μοριάκ, θα ήθελα να ξεκινήσω λέγοντας πως βλέπω θέατρο από πολύ μικρός. Ο πατέρας μου είχε μαγαζί στην οδό Ιπποκράτους, δίπλα στο θέατρο Ακροπόλ, και, αν και πιτσιρίκι, μαθητής της Ε’ Δημοτικού, έμπαινα και έβλεπα τις παραστάσεις – κυρίως επιθεωρήσεις. Επεφτε κυριολεκτικά το σαγόνι μου παρακολουθώντας ηθοποιούς, πολύ γνωστούς ως σήμερα, που αν και έχουν περάσει δεκαετίες αφότου έφυγαν από τη ζωή, η μνήμη τους παραμένει ανεξίτηλη ώστε δικαιολογημένα να έχουν χαρακτηριστεί ως «ιερά τέρατα». Δεν ήταν όμως μόνο το Ακροπόλ που τροφοδοτούσε τα πρώιμα καλλιτεχνικά μου ενδιαφέροντα, ήταν κι ένας θερινός κινηματογράφος στη συνοικία του Ζωγράφου, όπου μεγάλωνα, Νιόβη τον έλεγαν, που κάθε Δευτέρα φιλοξενούσε ένα θέαμα με πολύ γνωστούς ηθοποιούς και τραγουδιστές (εκεί πρωτάκουσα την Πόλυ Πάνου). Ενα θέαμα μεταξύ επιθεώρησης και αναψυκτηρίου. Εκτός όμως από τα τραγούδια και τα νούμερα των ηθοποιών, υπήρχαν και ταχυδακτυλουργοί, ακροβάτες, μπαλέτο, που το παρουσίαζε ένας κομφερανσιέ Ζουγανέλης, αν θυμάμαι καλά το όνομά του, τα πάντα. Θυμάμαι λοιπόν μια μέρα, ένα απόγευμα, όπως είχα πάει μόνος μου στον κινηματογράφο (υπήρχε μια ελευθερία, αν και μικρά παιδιά, να κινούμαστε χωρίς να φοβόμαστε τόσο εμείς όσο και οι γονείς μας πως κάτι θα μας συμβεί) να έχω πλησιάσει στο πλάι της σκηνής και να έχω κολλήσει τα μάτια μου στο ξύλινο πλέγμα που χώριζε την πλατεία από μια αυλίτσα όπου κάθονταν οι ηθοποιοί, οι τραγουδιστές και οι άλλοι καλλιτέχνες πριν βγουν στην σκηνή. Ενα πλέγμα με το γιασεμί που περιπλεκόταν στα ξύλινα πηχάκια του να μοιάζει σαν προάγγελος του γνωστού, περίφημου τραγουδιού του Λουκιανού Κηλαηδόνη. Με αναστάτωνε να βλέπω κυρίως τους ηθοποιούς τι κάνουν πριν έρθει η σειρά τους για να βγουν στη σκηνή, ότι δεν έκαναν τίποτε διαφορετικό από ό,τι θα έκαναν οι κανονικοί άνθρωποι, αν και στα μάτια μου φάνταζαν σαν θεοί. Επιναν το ούζο τους, έτρωγαν μεζέδες, συζητούσανε, καπνίζανε. Ενα απόγευμα λοιπόν, όπως κρυφοκοίταζα μέσα από το φουντωμένο πλέγμα, είδα την Μπέττυ Μοσχονά, όπως ανέβαινε τα τρία τσιμεντένια σκαλάκια για να περάσει από το παρασκήνιο στη σκηνή, να κοντοστέκεται και να κάνει τον σταυρό της. Και το εντεκάχρονο πιτσιρίκι που ήμουν τότε είπε μέσα του: «Α, είναι πολύ σοβαρό πράγμα το θέατρο για να κάνει τον σταυρό του ένας ηθοποιός και ταυτόχρονα να φαίνεται τόσο συγκινημένος και τόσο ευτυχής». Ισως είναι ο λόγος που με έκανε να πάρω την απόφαση να γίνω ηθοποιός. Εχει περάσει ήδη μια δεκαετία, είμαι ήδη στη Δραματική Σχολή και περπατώντας στην Πατησίων βλέπω να έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση η Μπέττυ Μοσχονά. Οταν ήρθαμε κοντά, τη σταμάτησα και της είπα: «Σας εκτιμώ πάρα πολύ, κυρία Μοσχονά. Το κουβαλάω χρόνια και χαίρομαι που σας βλέπω και μπορώ να σας το πω. Αυτό που είχατε κάνει, αν και ήμουν πολύ μικρός, υπήρξε για μένα πολύ σημαντικό». Και της εξομολογούμαι όλη την ιστορία, κινηματογράφος Νιόβη, φουντωμένο πλέγμα, η αυλίτσα, το σταυροκόπημά της πριν βγει στη σκηνή. Με άκουγε πολύ σοβαρή, σχεδόν αυστηρή και ήσυχη. Ηταν τόση η αγωνία μου να προλάβω να της πω όσα ήθελα, που δεν θυμάμαι τώρα τι μου είπε ή αν μου είπε κάτι. Αυτό όμως που θυμάμαι είναι πως όταν έφυγε, γύρισα και την κοίταζα ώσπου χάθηκε σε μια στροφή του δρόμου. Σαν να ήθελα να καταλάβω αν συνέχιζε να κάνει τον σταυρό της τα επόμενα χρόνια κάθε φορά που ήταν να βγει στη σκηνή. Πρόκειται για μια ανάμνηση που συνεχίζει πάντα γοητευτική. Εχω πάει αρκετές φορές στο Αγιον Ορος χωρίς να είμαι ιδιαίτερα πιστός. Ο ηθοποιός όμως μέσω της σκηνής προβαίνει σε ένα είδος εξομολόγησης και η εξομολόγηση θα έλεγε κανείς πως συνιστά ένα από τα πολλά βέβαια στοιχεία που συγκροτούν την έννοια της αγιότητας.
Βλαδίμηρος Κυριακίδης
ηθοποιός
Ο αντίλαλος της ζωής
Παρασκήνιο. Το πίσω μέρος της σκηνής. Το πίσω και διπλανό μέρος της σκηνής. Οι θεατές δεν το βλέπουν. Εκεί περιμένουν οι ηθοποιοί. Εκεί προετοιμάζονται για την απόγνωση, την ελευθερία, τη μοναξιά, τον θάνατο.
Η θεατρική σκηνή έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας. Από μια κοινωνική σκοπιά, η έννοια της σκηνής είναι ένα πεδίο πολιτικο-κοινωνικής δράσης που μεταλλάσσεται και είναι απόλυτα εξαρτημένη από την κάθε κοινωνικο-ιστορική περίοδο.
Η ίδια η σκηνή, ως προϊόν μιας κοινωνικο-ιστορικής ψευδαίσθησης, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένας τόπος ρεαλιστικός. Υπό την έννοια πως το σκηνικό γεγονός υπόκειται στις ιδιαιτερότητες μιας ποιητικής κατασκευής όπου η όραση πλέον είναι ενόραση.
Ο ηθοποιός, δρασκελίζοντας αυτήν τη νοητική αλλά και πραγματική απόσταση του παρασκηνίου με τη σκηνή, έχει ήδη φαντασιωθεί, ονειρευτεί, σαν το μωρό μέσα στην αγκαλιά των γονιών του, που ενέπνευσε τους γονείς του και το περιβάλλον τους να έχουν όνειρα και προσδοκίες. Η σκηνή είναι ο τόπος που άτομα που επιδρούν πάνω σε άλλα άτομα και όπου υπάρχει μια ψυχολογική διαδικασία πραγμάτωσης της σκηνικής ποιητικής διάστασης της δράσης, και είναι αυτή η πράξη που ασκεί επιρροή στους θεατές ως μια παράμετρος της προσωπικότητας του καθενός αλλά και της κοινωνίας.
Ο ηθοποιός, αυτός που επωμίζεται τα ρίσκα, χαρίζει ένα πλαίσιο σκέψεων και επιθυμιών, σαν υψηλόβαθμα αγγελικά ή πνευματικά πλάσματα στην υπηρεσία του θεατή. Και με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι αδύνατο να φανταστούν οι θεατές τις ταυτότητές τους έξω από την τέχνη που χαρίζει στοιχεία τόσο ζωτικής σημασίας για τον άνθρωπο όσο η αναπνοή και το καθαρό οξυγόνο.
Μέσα από αυτόν τον ηθοποιό-δημιουργό που ενδύεται με υποκριτικά ρούχα απόγνωσης, ελευθερίας, μοναξιάς, θανάτου, τα διαφορετικά προσωπεία της ταυτότητας δεν αποτελούν μόνο μια αναπαράσταση της ζωής, αλλά είναι ο αντίλαλος της ζωής, και καθρεφτίζονται και απλώνονται στο σύνολο του «είναι» του ατόμου, στις υπαρξιακές του αγωνίες, στις ερμηνείες της ζωής, και γιατί όχι, στις αποκλίσεις από τους κανόνες.
Ο ηθοποιός λοιπόν στοχεύει να επικεντρωθεί στις «μαγικές» διαστάσεις των εννοιών του εαυτού και της ταυτότητας, τόσο όσο του επιβάλλει η παραστατική του τέχνη, που βάση έχει στις κοινωνικοπολιτικές και τεχνολογικές αλλαγές που σημαδεύουν και αλλάζουν τη σκηνή του κόσμου.
Η βασικότερη επιλογή του ηθοποιού είναι ο δημιουργικός αναβρασμός που σημαδεύει την κατάρρευση των κοινωνικών επιταγών και φέρει την απόλυτη επικράτηση της ελεύθερης σκέψης. Θα μπορούσε να αποτελεί ένα σύμβολο της απενεχοποίησης του ανθρώπου και το τέλος του φοβικού παγκόσμιου χάρτη που επιβάλλουν οι πολιτικές. Ο χάρτης του ηθοποιού αλλάζει μορφές και μεταλλάσσει όποτε θέλει, όποτε του δίνεται η ευκαιρία, τους γελωτοποιούς σε τραγικούς ήρωες και τους τροβαδούρους σε ποιητές του σκοταδιού.
Παράλληλα με τις πολιτικές αλλαγές, ο ηθοποιός διαμορφώνει νέες συνθήκες στην καθημερινότητα των περισσότερων ανθρώπων. Η εμφάνιση των νέων ρευμάτων τέχνης του θεάτρου αλλά και η υποκριτική προσέγγιση της τέχνης του ηθοποιού είναι καθοριστικής σημασίας γιατί επιφέρουν σημαντικές τροποποιήσεις στην αντίληψη. Ο χώρος του ηθοποιού προσφέρει μια γενετική δυνατότητα προφορικής έκφρασης της επιθυμίας και της ελπίδας, μιας δέησης, μιας δέησης που ερμηνεύεται από τον ηθοποιό σε στίχους, σε σειρές λέξεων, που έχουν ρυθμό και μέτρο, με συλλαβές γεμάτες υψηλά νοήματα, με προτάσεις προικισμένες με μεγάλες εσωτερικές διαφορές. Ο ηθοποιός χρησιμοποιεί τη φαντασία, απευθύνεται στο συναίσθημα, για να μεταλαμπαδεύσει τη βιωμένη σκηνική πράξη ως βιωμένη εμπειρία του θεατή. Τα φώτα σβήνουν. Ηρθε η στιγμή που ο ηθοποιός, ως άλλος άγιος, δρασκελίζει αυτό το κατώφλι για να βρεθεί στη σκηνή. Υποχρέωσή του; Να αλλάξει τις έννοιες, να συμπαρασύρει την έννοια του χρόνου σε ένα άλλο επίπεδο χωροχρόνου, να φέρει αλλαγές.
Γιώργος Νανούρης
σκηνοθέτης, ηθοποιός
Άσκηση και μοναχικότητα
Ημουν επτά χρονών όταν είδα για πρώτη φορά θέατρο. Ηταν μια παιδική παράσταση του έργου «Ο ευτυχισμένος πρίγκιπας». Θυμάμαι πόσο μαγεμένος και απορημένος ένιωθα για όλα αυτά που έβλεπα στο σανίδι, αλλά θυμάμαι επίσης – σαν σκηνή από ταινία του σινεμά – το εξής:
Φεύγοντας από το θέατρο περνούσες μπροστά από τη σκηνή και έστριβες αριστερά. Διασχίζοντας έναν διάδρομο, λίγο πιο κάτω στα δεξιά σου, ακριβώς πίσω από τη σκηνή του θεάτρου ήταν τα παρασκήνια. Είδα τον τοίχο – που αποτελούσε την πλάτη του θεάτρου – απ’ την πίσω του μεριά όπου κάθονταν οι ηθοποιοί με χαμηλά φώτα και ξεβάφονταν. Πίσω τους η άδεια πια σκηνή. Ενας τοίχος χώριζε τους δύο κόσμους. Και θυμάμαι πόσο πολύ μπερδεύτηκα και αναρωτήθηκα εάν αυτό που έβλεπα πριν από λίγο ήταν το αληθινό και αυτό που γινόταν ακριβώς τώρα, το ψεύτικο. Μπέρδεψα για λίγο δηλαδή ποια σκηνή απ’ τις δύο ήταν η παράσταση και ποια η αληθινή ζωή. Γιατί και οι δύο εικόνες, αυτή των ηθοποιών πάνω στη σκηνή να παίζουν αλλά και αυτή των ηθοποιών πίσω απ’ τη σκηνή να ξεβάφονται, μου φάνηκαν εξίσου μαγικές αλλά και εξίσου κανονικές.
Αυτή η διαφορά πίσω και μπροστά απ’ τη σκηνή ή ακόμα και η άλλη, πάνω και κάτω απ’ τη σκηνή, θα είναι πάντα το μεγάλο ζήτημα. Πώς όλα θα μοιάζουν τόσο αληθινά και πραγματικά σαν να βλέπεις τη ζωή; Αλλά και πώς θα είναι τόσο ποιητικά, μαγικά, ατμοσφαιρικά, αλλούτερα, σαν να είναι μια φέτα από μια άλλη ζωή;
Και πως προσπαθείς να εντάξεις κομμάτια της μιας, μέσα στην άλλη.
Δεν ξέρω αν τη στιγμή που ο ηθοποιός περνά απ’ το παρασκήνιο στη σκηνή αγιοποιείται, ξέρω όμως πως αν θέλει να κάνει σωστά αυτή τη μετάβαση χρειάζεται η άσκηση, η μοναχικότητα αλλά και η μοναστικότητα, αν είναι δόκιμος ο όρος.
Είναι αυτή η στιγμή λίγο πριν όλα αρχίσουν, λίγο πριν σβήσουν τα έξω φώτα για να ανάψουν τα μέσα, λίγο πριν γίνει απόλυτη ησυχία κάτω και πάνω στη σκηνή, λίγο πριν πάρεις την τελευταία ανάσα, λίγο πριν το σφίξιμο στο στομάχι και το κόψιμο στα γόνατα, αυτή η στιγμή που μπορείς να νιώσεις ότι για λίγες ώρες θα βγεις από όλα για να μπεις σε έναν άλλο κόσμο και που σαν ένας άλλος Αγιος θα μεταφέρεις το μήνυμα του συγγραφέα, του σκηνοθέτη, του ερμηνευτή σε ένα διαφορετικό ποίμνιο που περιμένει ευλαβικά να μαγευτεί, να ονειρευτεί, να παρασυρθεί από εσένα και αν είσαι τυχερός να σε χειροκροτήσει, αν όχι, να σε αποκαθηλώσει…
Αστέρης Πελτέκης
καλλιτεχνικός διευθυντής ΚΘΒΕ
Όπως ένας Άγιος Απόστολος
Η φράση του Φρανσουά Μοριάκ με τη διττή σημασία για την ύπαρξη και την υπόσταση του «ανθρώπου – ηθοποιού», θα μπορούσε να αποτελέσει μια ολιστική προσέγγιση της προσωπικότητας του ιδιαίτερου αυτού «πλάσματος».
Η έννοια της προσωπικότητας που αναπτύσσεται τον 18ο αιώνα ορίζει την ιδιοφυΐα ως επιτομή της προσωπικότητας. Ο Χέρντερ αποτυπώνει πολύ εύστοχα σε μια φράση την αντίληψη αυτή: «Η ιδιοφυΐα υπνώττει μέσα στον άνθρωπο όπως το δέντρο μέσα στον σπόρο».
Κάθε καλλιτέχνης, συμπεριλαμβανομένου του ηθοποιού, μεταλλάσσεται μέσα σε αυτό το πλαίσιο της αντίληψης της προσωπικότητας, διαμορφούμενος σε έναν μοναδικό δημόσιο δρώντα, με τον θεατή να βρίσκεται στον αντίποδά του συμμετέχοντας μόνον ως παρατηρητής. Ο ηθοποιός που μέχρι και τα τέλη του 18ου αιώνα δεν μπορούσε να προσδοκά κοινωνική αναγνώριση και φήμη, μετατρέπεται σε «αστέρα» που απολαμβάνει τον θαυμασμό, ακόμα και την εξύμνηση.
Αυτός ο πότε κυνηγημένος και πότε εξυμνούμενος, μέσα στην ιστορική διαδρομή του καλλιτέχνης, γίνεται πηγή έμπνευσης του μεγάλου γάλλου νομπελίστα λογοτέχνη. Μεγαλωμένος σε ένα αυστηρά θρησκευτικό περιβάλλον με προσλαμβάνουσες αστικής ευλάβειας, ο συγγραφέας παραλληλίζει τη ζωή και τη σκηνική εμπειρία ενός ηθοποιού με αυτή ενός Αγίου.
Τα πάθη, η αφοσίωση, η αποστολή και η προσήλωση, η ατίμωση, η βάσανος και η κάθαρση ακόμη και η εξύμνηση, αποτελούν κοινό τόπο με διαφορετικό τρόπο για τις δύο αυτές υπάρξεις. Από τον τρόπο τον οποίο διάγουν τον βίο τους μέχρι και το τελετουργικό της παραγωγής μιας διαδικασίας αναζήτησης της αλήθειας τα κοινά στοιχεία που τους χαρακτηρίζουν είναι πολλά.
Πιθανότατα, η αναγωγή του Μοριάκ, λαμβάνει προεκτάσεις μετουσίωσης και μαρτυρίου για την ανεύρεση μιας αλήθειας. Ο ηθοποιός σαν άλλος Αγιος έχει την αποστολή να μεταλαμπαδεύσει αυτή την αλήθεια κοινωνώντας την στους συνανθρώπους του. Ο ηθοποιός, όπως ένας Αγιος Απόστολος λαμβάνει την αλήθεια από τα ιερά κείμενα και τη μετουσιώνει σε πράξη και λόγο τον οποίον «κοινωνεί» και επικοινωνεί στους πιστούς, λαμβάνει την αλήθεια των δραματικών κειμένων και την κοινωνεί-επικοινωνεί αντίστοιχα στους θεατές.
Η διαδικασία αυτή της στέρησης της λήθης (α-λήθεια: άλφα στερητικό και λήθη) της εύρεσης και της κατανόησης μιας αλήθειας και της μετουσίωσής της σε έργο τέχνης, είναι επώδυνη και κοπιαστική. Προσφέρει όμως την απόλαυση, όταν συμβαίνει να ευοδωθεί η επικοινωνία και καταφέρει να περάσει την αλήθεια αυτή στο κοινό, στους συνανθρώπους του, μέσα από τη σπουδαία λειτουργία την οποία επιτελεί η τέχνη του Θεάτρου.
Μα όπως συχνά οι Αγιοι κυνηγήθηκαν, λοιδορήθηκαν, αποδοκιμάστηκαν, βασανίστηκαν, ακόμα και θανατώθηκαν, έτσι και ένας ηθοποιός «κινδυνεύει» να αποδοκιμαστεί, να κατηγορηθεί, να εκδιωχθεί και να ατιμωθεί, με έναν θάνατο όχι κυριολεκτικό αλλά «ψυχοπνευματικό». Εχει όμως πάντα την πιθανότητα να «δει» και να βιώσει το φως, μέσα από τη βαθύτερη κατανόηση της φιλοσοφίας της οποίας κοινωνεί και να εξυμνηθεί για την αποστολή του στην τέχνη και κατ’ επέκταση για τον συνάνθρωπο. Αυτό είναι κάτι που μόνο όποιος έχει την εμπειρία της θεατρικής σκηνής μπορεί να το κατανοήσει πλήρως.
Αναφέρω ολοκληρώνοντας τη συγκυρία της διαπίστωσης κοινής ημερομηνίας γέννησης (11 Οκτωβρίου) που μας συνδέει με τον γάλλο λογοτέχνη!
Άρης Τρουπάκης
ηθοποιός, σκηνοθέτης
Ένα «μυστικό δυναμό»
Υπάρχει ένα αστείο που κυκλοφορεί ανάμεσα στους ηθοποιούς και αφορά τη συνήθως πρώτη και σίγουρα πιο συχνή ερώτηση που ακούμε από ανθρώπους εκτός του επαγγέλματός μας: «Καλά ρε παιδί μου, πώς θυμάστε τόσα λόγια;». Πώς εξηγείς σε κάποιον που δεν χρωστά ούτε να ξέρει ούτε να καταλάβει ότι το μικρότερο των προβλημάτων που θα αντιμετωπίσει ένας ηθοποιός στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει έναν ήρωα επί σκηνής είναι η αποστήθιση – πόσο λάθος λέξη για τη δουλειά μας – του κειμένου;
Οι ήρωες του Αισχύλου, του Σαίξπηρ, του Τσέχωφ ανεξαρτήτως μεγέθους, εποχής, συνθήκης, γλώσσας παραμένουν απελπιστικά σημερινοί (σε ένα αέναο και διαρκές «σήμερα») και κυρίως αναγνωρίσιμοι και τούτο είναι κάτι που η παράσταση μέσω των ηθοποιών της πασχίζει να υπενθυμίσει στο κοινό. Δεν είναι εκθέματα σε ένα μουσείο, ούτε υπερφυσικοί ανδριάντες, ούτε εξιδανικευμένες μορφές που χρήζουν λατρείας ή μίσους. Είναι άνθρωποι με φως και σκοτάδι, μικρότητες και τραγικά ελαττώματα, ενίοτε φαιδροί και ανυπεράσπιστοι απέναντι στις συνθήκες που τους περιβάλλουν, ζηλόφθονες, μικροί, δειλοί και γενναίοι την ίδια στιγμή, σοφοί και ανόητοι ταυτόχρονα. Ανθρωποι που υποφέρουν και πονούν προσδοκώντας ο καθείς τη δική του λύτρωση. Το να προσεγγίσεις ερμηνευτικά έναν τέτοιο ήρωα ζητά καταρχάς να αναγνωρίσεις τη συγγένειά σου με εκείνον. Να ανακαλέσεις μέσα σου και γύρω σου τις συνθήκες και τις στιγμές κατά τις οποίες υπήρξες κι εσύ όλα τα παραπάνω και πόσα άλλα. Μικρός και γκρινιάρης και περιπαθής και μωροφιλόδοξος και φλύαρος και φλεγόμενος από πάθη προσωρινά και ευτελή και όμως για λίγο μεγαλειώδη. Ο ήρωας δεν ζητά την ιδεολογία σου ούτε τον αξιακό σου κώδικα. Ζητά την έστω και βαθιά κρυμμένη σου δυνατότητα να αναγνωρίζεις στον άλλο κομμάτια του εαυτού σου, να δείξεις κατανόηση και τρυφερότητα απέναντι σε πράξεις ενίοτε ειδεχθείς, χωρίς να αρκεστείς στην απατηλή ευκολία ρήσεων όπως: «Εγώ δεν θα ‘κανα ποτέ κάτι τέτοιο». Να διανοηθείς δηλαδή πως η δουλειά που καλείσαι να κάνεις βρίσκει την ουσία της όταν ενώνει τους ανθρώπους και όχι όταν τους χωρίζει.
Οταν ο ηθοποιός ερμηνεύει έναν τέτοιο ήρωα και ένα τέτοιο κείμενο επί σκηνής απευθύνεται σε εκείνο ακριβώς το κομμάτι που κρύβει μέσα του – ή πιστεύουμε πως κρύβει – κάθε θεατής, κάθε άνθρωπος. Οχι με ρητορείες, όχι με μανιφέστα, όχι με διαλέξεις περί ανθρωπιάς αλλά στην πράξη. Με το σώμα του, τη φωνή του, το βλέμμα του, τις σκηνικές του πράξεις. Δεν ωραιοποιεί, δεν εξιδανικεύει, ούτε καταδικάζει. Προσδοκά απ’ τον θεατή ό,τι ακριβώς κι από τον ίδιο στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει πειστικά έναν ρόλο.
Την επώδυνη αποδοχή πως οι χειρότερες και οι καλύτερες εκδοχές του ανθρώπου συνυπάρχουν μονίμως μέσα μας σε έναν ατελείωτο αγώνα που δεν θα βγάλει ποτέ νικητή και ηττημένο. Η επικράτηση της μιας εκδοχής πάνω στην άλλη, είναι πάντα προσωρινή και θνησιγενής, ευαίσθητη στο πρώτο φύσημα του αέρα.
Φαντάζει μια συνθήκη απελπιστική, ένα σισύφειο βάσανο. Κι όμως. Το βήμα του ηθοποιού που τον φέρνει στη σκηνή για να μαρτυρήσει δημοσίως μια τέτοια οδυνηρή αλήθεια, γυμνός και ευάλωτος στα βλέμματα των θεατών, είναι ένα «μυστικό δυναμό» που φορτίζει ξανά την πίστη του, και κατ’ επέκταση του κοινού, πως αν κατανοήσουμε την κοινή μας συνθήκη, την κοινή μας μοίρα, ίσως σε κάτι να ‘χουμε γίνει καλύτεροι. Εξάλλου κανείς θεός δεν έζησε ποτέ μέσα μας. Μόνο ανάμεσά μας.