Με αφορμή τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα Θρόμβωσης, οι ειδικοί ρίχνουν φως στον συχνό αυτόν κίνδυνο, δεδομένου πως είναι κύρια αιτία θανάτου στην Ευρώπη και στη χώρα μας. Και υπογραμμίζουν πως η νοσηλεία στο νοσοκομείο αποτελεί σημαντικό παράγοντα εκδήλωσης φλεβικής θρομβοεμβολής.
Είναι ενδεικτικό ότι σύμφωνα με εκτιμήσεις περισσότερο από το 60% των περιστατικών φλεβικής θρόμβωσης συμβαίνουν κατά διάρκεια ή εντός 90 ημερών από τη νοσηλεία σε νοσοκομείο. Πολύ συχνά τα περιστατικά αυτά εξελίσσονται σε πνευμονική εμβολή.
Αναλυτικότερα, μεγαλύτερο ρίσκο διατρέχουν:
- Οι ασθενείς με μειωμένη κινητικότητα λόγω κατάκλισης ή ανάρρωσης.
- Οι ασθενείς που νοσηλεύονται έπειτα από χειρουργική επέμβαση ή ύστερα από σοβαρό τραυματισμό.
Μάλιστα, ορισμένες χειρουργικές επεμβάσεις και ιατρικές διαδικασίες αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο, όπως σημειώνει σε συνέντευξη Τύπου με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα o Δημήτρης Ρίχτερ, διευθυντής της Β’ Καρδιολογικής Κλινικής στην Ευρωκλινική Αθηνών και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου Μελέτης και Εκπαίδευσης στη Θρόμβωση και την Αντιθρομβωτική Αγωγή (ΙΜΕΘΑ).
Σύμφωνα λοιπόν με τον ειδικό, οι ορθοπεδικές χειρουργικές επεμβάσεις (π.χ. ολική αρθροπλαστική ισχίου ή γόνατος), οι μείζονες γενικές χειρουργικές επεμβάσεις (με έμφαση εκείνες που εκτελούνται στην κοιλιακή χώρα, την πύελο, το ισχίο ή τα πόδια), οι μεγάλες γυναικολογικές επεμβάσεις, οι ουρολογικές εγχειρήσεις, αλλά και οι νευροχειρουργικές, καρδιοθωρακικές και μείζονες αγγειοχειρουργικές επεμβάσεις, συμπεριλαμβάνονται στη λίστα.
Παράλληλα όμως κίνδυνο αντιμετωπίζουν και οι ασθενείς που έχουν διαγνωστεί με καρκίνο και υποβάλλονται σε χημειοθεραπεία.
Η πρόληψη ξεκινάει από το νοσοκομείο
Για την πρόληψη της Φλεβικής Θρομβοεμβολής (ΦΘΕ), το προσωπικό του νοσοκομείου θα πρέπει να αξιολογεί τους ασθενείς κατά την εισαγωγή τους για τον κίνδυνο ανάπτυξής της και να χρησιμοποιεί τις κατάλληλες διαδικασίες πρόληψης και θεραπείας, σημειώνει από την πλευρά του ο Αλέξανδρος Τσελέπης, καθηγητής Βιοχημείας-Κλινικής Χημείας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και απερχόμενος πρόεδρος του ΙΜΕΘΑ.
Οπως δε προσθέτει, η θρόμβωση είναι μία πολύ κοινή κατάσταση που περίπου οι μισοί από εμάς δεν γνωρίζουμε και συχνά παραβλέπουμε. Ενας στους τέσσερις ανθρώπους παγκοσμίως πεθαίνει από καταστάσεις που σχετίζονται με τη θρόμβωση. Σημειώστε, κατέληξε ο Αλέξανδρος Τσελέπης, ότι στη θρόμβωση γενικότερα οφείλονται κυρίως οι τρεις πρώτες καρδιαγγειακές αιτίες θανάτου παγκοσμίως: το εγκεφαλικό επεισόδιο, το έμφραγμα του μυοκαρδίου και η φλεβική θρόμβωση.
Και παρότι η ΦΘΕ είναι η κύρια αιτία ενδονοσοκομειακών θανάτων, σύμφωνα με τον Μιλτιάδη Ματσάγκα, καθηγητή Αγγειοχειρουργικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και πρόεδρο του ΙΜΕΘΑ, πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι δεν λαμβάνονται τα απαραίτητα προφυλακτικά μέτρα.
Τι σημαίνει αυτό; Οτι πολλοί νοσηλευόμενοι ασθενείς που κινδυνεύουν από ΦΘE δεν λαμβάνουν θρομβοπροφύλαξη, η οποία γίνεται με χορήγηση των κατάλληλων αντιθρομβωτικών φαρμάκων, με εφαρμογή ελαστικών καλτσών και με κατάλληλη κινητοποίηση εντός του νοσοκομείου ή του κέντρου αποκατάστασης.
Επιπλέον, σε κάποιες περιπτώσεις η διάγνωση της ΦΘΕ καθυστερεί καθώς προεξάρχει η νόσος για την οποία εισήλθαν στο νοσοκομείο, συμπληρώνει ο καθηγητής.
Συνεπώς, «εάν εσείς ή ένα αγαπημένο σας πρόσωπο πρόκειται να υποβληθείτε σε κάποια από αυτές τις επεμβάσεις ή σε χημειοθεραπεία, φροντίστε να ζητήσετε αξιολόγηση του κινδύνου φλεβικής θρομβοεμβολής», συνιστά ο Δημήτρης Ρίχτερ. «Συζητήστε επίσης με τον γιατρό σας για την πρόληψή της».
Φλεβική θρομβοεμβολική νόσος
Η δημιουργία θρόμβου αίματος σε μια εσωτερική φλέβα (κυρίως στο πόδι) ονομάζεται «εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση». Οταν ο θρόμβος αποσπασθεί από τις φλέβες και με την κυκλοφορία του αίματος φτάσει στους πνεύμονες, και εγκατασταθεί σε κάποιο σημείο της πνευμονικής αρτηρίας (με αποτέλεσμα να διακοπεί η ροή του αίματος από εκείνο το σημείο και μετά) ονομάζεται πνευμονική εμβολή.
Μαζί, η εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση με την πνευμονική εμβολή, αποτελούν τη φλεβική θρομβοεμβολική νόσο ή φλεβική θρομβοεμβολή. Μια εξαιρετικά συχνή, δυνητικά θανατηφόρα, ασθένεια με σημαντική νοσηρότητα και θνησιμότητα, η οποία αποτελεί την τρίτη αιτία καρδιαγγειακών θανάτων παγκοσμίως.
Και παρότι – όπως εξηγούν οι ειδικοί – αποτελεί μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας, παραμένει υποεκτιμημένη τόσο από την Ιατρική Κοινότητα τόσο και από τις Αρχές Δημόσιας Υγείας. Ο κυριότερος εντούτοις λόγος γι’ αυτό είναι η δυσκολία διάγνωσης δεδομένου ότι δεν έχει τυπικά συμπτώματα. Μοιραία, πολλοί άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους ενώ η νοσηρότητα και η θνησιμότητα θα μπορούσαν να είχαν προληφθεί.
Τα δεδομένα άλλωστε προκαλούν προβληματισμό και εξηγούν γιατί είναι απαραίτητη η διαρκής ενημέρωση των γιατρών, αλλά και των πολιτών, με έμφαση εκείνους που ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου. Στην Ευρώπη 650.000 άνθρωποι πάσχουν ετησίως από φλεβική θρόμβωση και 430.000 ασθενείς από πνευμονική εμβολή, ενώ κάθε χρόνο πεθαίνουν 500.000 Ευρωπαίοι και 50.000 Ελληνες.
Ομάδες υψηλού κινδύνου
Εκτός από τους ασθενείς με μειωμένη κινητικότητα λόγω κατάκλισης ή ανάρρωσης ή εκείνους που νοσηλεύονται έπειτα από χειρουργική επέμβαση ή ύστερα από σοβαρό τραυματισμό, υπάρχουν μερικές ακόμη πληθυσμιακές κατηγορίες που διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο.
Ειδικότερα για τις γυναίκες υψηλότερο ρίσκο υπάρχει όταν λαμβάνουν οιστρογόνα φάρμακα, όπως διά του στόματος αντισυλληπτικά, και ακολουθούν θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης. Επίσης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή όταν έχουν πρόσφατα γεννήσει, εφόσον υπάρχουν και άλλοι παράγοντες κινδύνου.
Η μεγαλύτερη ηλικία είναι επίσης ένας επιβαρυντικός παράγοντας. Αρκεί κανείς να αναλογιστεί πως ένας 80χρονος έχει πέντε με έξι φορές μεγαλύτερο κίνδυνο απ’ ό,τι ένας 40χρονος. Στην ίδια λίστα συμπεριλαμβάνεται το οικογενειακό ιστορικό, καθώς εάν κάποιος στην οικογένεια είχε θρόμβωση, τότε ο κίνδυνος αυξάνεται και γίνεται ακόμη μεγαλύτερος εάν συνυπάρχει ένας από τους βασικούς επιβαρυντικούς παράγοντες.
Τέλος, η παχυσαρκία αποτελεί επίσης έναν ακόμη επιβαρυντικό παράγοντα. Πιο συγκεκριμένα, μελέτες δείχνουν ότι οι παχύσαρκοι (με BMI >30) έχουν δύο με τρεις φορές μεγαλύτερο κίνδυνο φλεβικής θρομβοεμβολής σε σύγκριση με μη παχύσαρκα άτομα.