Στη θλίψη έχει βυθιστεί ο καλλιτεχνικός κόσμος από τον χαμό του Σταμάτη Κόκοτα. Ο σπουδαίος ερμηνευτής άφησε την τελευταία του πνοή τα ξημερώματα του Σαββάτου (1/10), σε ηλικία 85 ετών, στο νοσοκομείο Ασκπληπιείο της Βούλας, όπου και νοσηλευόταν.
Ο καλλιτέχνης «έφυγε» αλλά άφησε πίσω του μια σημαντική παρακαταθήκη με τα τραγούδια του. Γεννήθηκε στις 23 Μαρτίου 1937 στου Ζωγράφου και ήταν ένα από τα έξι παιδιά ενός γιατρού και μιας τραπεζικού. Ο μπαμπάς του πέθανε όσο ο Σταμάτης Κόκοτας ήταν ακόμα μικρό παιδί. Έτσι, μεγάλωσε με την μητέρα του και τα αδέρφια του.
Η κιθάρα, ο διαγωνισμός και η ιατρική
Στα 15 του τού έκαναν δώρο μία κιθάρα και τότε κατάλαβε ότι θέλει να ασχοληθεί με τη μουσική. Στα ’60s πήγε στην εκπομπή νέα ταλέντα της κρατικής τηλεόρασης μαζί με δύο φίλους του και παρουσίασαν το τρίο Μπραζίλ. Ο Σταμάτης Κόκοτας ξεχώρισε αμέσως, όμως η οικογένειά του τον έστειλε στο Παρίσι για σπουδές στην ιατρική.
«Πήγα στο Παρίσι να σπουδάσω ιατρική, όπως ήθελε η οικογένεια, όμως εκεί άρχισα το τραγούδι σε καμπαρέ», είχε πει ο ίδιος πριν από πολλά χρόνια. Στην Πόλη του Φωτός ξεκίνησε να εμφανίζεται σε νυχτερινά κέντρα και να αποκτά φήμη ως επαγγελματίας πια τραγουδιστής. Ασχολήθηκε όμως και με την τηλεόραση.
«Έκανα και πολλή τηλεόραση. Δίπλα σε μεγάλους σαν τον Αζναβούρ, τον Ζιλμπέρ Μπεκό. Αλλά και στην Ιταλία με τον Τζιάνι Μοράντι. Έλειψα οκτώ χρόνια. Η δουλειά πήγαινε πολύ καλά, ήμουν πανευτυχής, ήθελα να μείνω», είχε αποκαλύψει.
Και ενώ ανοιγόταν μια λαμπρή καριέρα στην Ευρώπη, γνωρίζει τον άνθρωπο που του άλλαξε τη ζωή. Ο λόγος για τον Σταύρο Ξαρχάκο.
Ο μεγάλος συνθέτης τον έπεισε να αφήσει το Παρίσι, να επιστρέψει στη χώρα μας και τον σύστησε στο ελληνικό κοινό. «Χρωστάω πάρα πολλά στον Ξαρχάκο, διότι εκείνος ανακάλυψε τον Κόκοτα, εκείνος με παρουσίασε στο ελληνικό κοινό κι εγώ κατάφερα και στάθηκα», είχε παραδεχτεί.
Τα κομμάτια που τον έκαναν γνωστό
Επιστρέφοντας στην πατρίδα, το νέο αστέρι του ελληνικού πενταγράμμου ηχογραφεί το «Ένα μεσημέρι στης Ακρόπολης τα μέρη» και το «Με τι καρδιά να σε αποχαιρετήσω», ταυτόχρονα βγαίνει στους κινηματογράφους η ταινία «Διπλοπενιές», στην οποία έχει ένα μικρό ρόλο.
«Το μπαμ έγινε το 1966 με τον Σταύρο Ξαρχάκο και το «Ένα μεσημέρι». Έπειτα το «Όνειρο απατηλό» του Καλδάρα και πόσα ακόμη. Υπήρχαν σεζόν που ο κόσμος στεκόταν ουρές, 300 και 500 μέτρα μέσα στο κρύο, για να μπει στο μαγαζί όπου τραγουδούσα, στο κέντρο της Αθήνας και να ακούσει το «Όνειρο απατηλό»».
Η μία επιτυχία διαδέχεται την άλλη και ο Σταμάτης Κόκοτας γίνεται σταρ. Βγαίνει στο δρόμο και ο κόσμος τον αποθεώνει ενώ στα μαγαζιά που τραγουδά επικρατεί πανικός.
Τις δεκαετίες του 1960 και 1970 συνεργάζεται με ορισμένους από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες της εποχής, όπως ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Δήμος Μούτσης, ο Απόστολος Καλδάρας, ο Γιώργος Χατζηνάσιος, ο Γιάννης Σπανός, ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο Αντώνης Κατινάρης, ο Χάρης Λυμπερόπουλος, ο Βαγγέλης Πιτσιλαδής, ο Λυκούργος Μαρκέας, ο Ανδρέας Καραγιαννόπουλος.
Ο ίδιος, παρά τη σημαντική δισκογραφική του παρουσία και τις πωλήσεις του που ξεπερνούν τις 100.000 κάθε φορά, παραμένει ταπεινός. «Είχα τη μεγαλύτερη ακτινοβολία που μπορεί να ‘χει άνθρωπος. Δεν καταδεχόμουν το σταρ όμως».
Η αγάπη για την ταχύτητα
Στο μεταξύ, κάπου ανάμεσα στις επιτυχίες έρχεται και το αυτοκίνητο. Ο Σταμάτης Κόκοτας έχει πάθος με τους τέσσερις τροχούς και ξεκινά τις προπονήσεις αλλά και τις αναβάσεις στην Πάρνηθα.
Συμμετέχει σε πολλούς αγώνες ταχύτητας στη Ρόδο, στην Κέρκυρα, στο Τατόι και στη Νέα Σμύρνη. Οι φωτογραφίες του από τη θέση του οδηγού φιγουράρουν στα πρωτοσέλιδα. Επίσης, φέρνει στην Ελλάδα την πρώτη Τζάγκουαρ που του κοστίζει τότε ένα εκατομμύριο τετρακόσιες χιλιάδες και γίνεται συλλέκτης αυτοκινήτων και έργων Τέχνης. Η μεγάλη του αδυναμία; Οι αντίκες.
«Μου άρεσε το αυτοκίνητο, η ταχύτητα, έπαιξα όσο ήθελα, τώρα ούτε το καβαλάω». Είχα όντως και Ρολς Ρόις αλλά την έδωσα», είχε πει.