Το 1948, με τον θεατρικό συγγραφέα Χρήστο Γιαννακόπουλο, είχαμε μια επιτυχία. Την κωμωδία ”Οι Γερμανοί Ξανάρχονται”, που κάναμε ταινία και δούλεψε πολύ. Είχαμε βάλει στην άκρη κάτι λεφτουδάκια και δεν ξέραμε πώς να τα… φάμε.
Ο Γιαννακόπουλος, φανατικός εχθρός της αποταμίευσης, έλεγε πως τα λεφτά είναι σαν τα ψάρια: πρέπει να τρώγονται φρέσκα. Τον έτρωγαν, λοιπόν, μεσ’ στην τσέπη του και προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να τα φάει. Και τελικά τον βρήκε:
– Τί λες, κάνουμε μια θεατρική επιχείρηση;
Μου γυάλισε κι εμένα η πρόταση.
– Και δεν κάνουμε…
Πρόθεσή μας ήταν ένας θίασος με νέους. Μόνο που, για καλό και για κακό, πήραμε τρεις δοκιμασμένους ηθοποιούς:
Τον Χρήστο Τσαγανέα, τον Ορέστη Μακρή και τον Περικλή Χριστοφορίδη. Με βάση αυτούς τους τρεις συγκροτήσαμε το θίασό μας, που τον αποτελούσαν μόνο νέοι: Τους άλλους τους συγκεντρώσαμε από δω κι από κει.
Τον Ντίνο Ηλιόπουλο τον είδαμε σε μια παράσταση στο Ακροπόλ, το ”Όλα Νάιλον”, που τραγουδούσε την έναρξη της επιθεώρησης. Τον Νίκο Ρίζο τον ανακαλύψαμε σ’ ένα μπουλούκι στη Μυτιλήνη, και τον φέραμε αμέσως στην Αθήνα. Ο Μίμης Φωτόπουλος ήταν ένας ηθοποιός που ως τότε έπαιζε δεύτερους και τρίτους ρόλους στα επαρχιακά ”μπουλούκια”.
Τον καιρό, λοιπόν, που ψάχναμε να βρούμε νέους ηθοποιούς για να επανδρώσουμε και να επιγυναικώσουμε το θίασό μας, κάποιος μας είπε ότι στο ”Στρατιωτικό Θέατρο”, που βρισκόταν τότε στη οδό Κοραή, υπήρχε μια κοπέλα που είχε ταλέντο και ήταν χαριτωμένη.
Η Σπεράντζα Βρανά, γιατί αυτή ήταν, μας εντυπωσίασε. Ήταν μια κοπελίτσα μελαχρινή, χυμώδης, ζουμερή, που αλώνιζε τη σκηνή – μια σκηνή δύο επί δύο – του μικρού αυτού θεάτρου της οδού Κοραή. Την είδαμε μετά την παράσταση και της είπαμε να έρθει την άλλη μέρα να μας βρει στο θέατρο Μετροπόλιταν. Και ήρθε.Ήρθε και ήταν αγνώριστη. Σεμνή, ντροπαλή και χαμηλοβλεπούσα,δεν είχε καμία σχέση με την εκρηκτική ”κουνίστρα” που είχαμε δει στη σκηνή του θεάτρου.
– Θέλετε να είστε μαζί μας το Καλοκαίρι σε αυτό το θέατρο;
– Αν θέλω λέει…
– Ποιες είναι οι απαιτήσεις σας;
– Ποιες απαιτήσεις μου;
– Οι οικονομικές…
– Ό,τι θέλετε…Δε θα τα χαλάσουμε σε αυτό.
Θα πρέπει να σημειώσω ότι ούτε ο Γιαννακόπουλος ούτε εγώ είμαστε ”επιχειρηματίες”. Γι’ αυτό και πήγαμε κατά διαβόλου, σε μια επιχείρηση που οποιοσδήποτε άλλος επιχειρηματίας, με την επιτυχία που είχε, θα θησαύριζε. Είμαστε ίσως οι μόνοι θεατρικοί επιχειρηματίες, στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου, που χωρίς κανέναν ειδικό λόγο κάναμε αυξήσεις στους μισθούς των ηθοποιών μας. Το θυμούνται άραγε αυτό; Πολύ αμφιβάλλω. Για να μη σας τα πολυλογώ, με τη Σπεράντζα Βρανά καταλήξαμε.
– Σύμφωνοι;
– Σύμφωνοι.
Όταν ήρθε η ώρα της υπογραφής των συμβολαίων, τη ρωτήσαμε:
– Πώς σας λένε;
– Ελπίδα.
– Και το άλλο σας όνομα;
– Κουτλάκη.
Κοιταχτήκαμε με τον Γιαννακόπουλο. Το όνομα ”Ελπίδα Κουτλάκη” δεν προσφερόταν για τις διαφημίσεις μας, όπως δεν προσφερόταν και το όνομα της Σμαράγδας Γιουρτσούκη, που τη βαφτίσαμε Σμαρούλα Γιούλη.
– Θα σας πείραζε να σας αλλάξουμε το όνομα;
– Γιατί να μου το αλλάξετε;
– Γιατί το Ελπίδα Κουτλάκη δεν είναι και τόσο ωραίο για μια ηθοποιό.
– Και πώς θα το κάνουμε δηλαδή;
– Θα το βρούμε.
… Και το βρήκαμε: Σπεράντζα Βρανά.
Το Σπεράντζα ήταν κατά κάποιο τρόπο μετάφραση του ονόματος Ελπίδα και το Βρανά ήταν εντελώς τυχαίο.
– Σπεράντζα Βρανά;
– Ναι… Σ’ αρέσει;
– Καλό είναι.
Και η Σπεράντζα Βρανά, ηφαιστειώδης, καλλίγραμη και ζουμερή, ξεπετάχτηκε στη σκηνή του Μετροπόλιταν.
”Εσούρωσα κι αργήσαμε / μα όσο και να φταίω, / περπάτα να προλάβουμε / το τραμ το τελευταίο”.
Από την πρώτη κιόλας εμφάνισή της επιβλήθηκε στο αθηναϊκό κοινό. Η εξέλιξή της ήταν πραγματικά αλματώδης. Δημιούργησε μ’ εξαιρετική επιτυχία τον τύπο της ”μάγκισσας”, που τόσο άρεσε στις παλιές επιθεωρήσεις. Σε αυτό τη βοήθησε, εκτός από την εμφάνισή της, και η κάπως βραχνή φωνή της.
Θυμάμαι, μάλιστα, μια ωραία ιστορία με τον αξέχαστο Θεόφραστο Σακελλαρίδη.Είχε συγκροτηθεί ένας θίασος που θα έκανε μια τουρνέ στην επαρχία. Μαέστρος ο Σακελλαρίδης, που αξίωσε να δοκιμάσει τις φωνές όλων των ηθοποιών του θιάσου, για να ξέρει το υλικό που θα είχε στα χέρια του. Ήρθε, λοιπόν, και η σειρά της Βρανά.
– Τί θα μας πεις, παιδί μου;
– Ό,τι θέλετε, μαέστρο.
– Το ξέρεις το τάδε;
– Ναι, μαέστρο μου.
– Για πάμε…
Άρχισε να παίζει ο μαέστρος, αλλά πού να φτάσει σε αυτά τα ύψη η φωνή της Βρανά. Άλλαξε τόνο ο μαέστρος, πήγε χαμηλόφωνα, αλλά πάλι τίποτα. Πήγε ακόμα πιο χαμηλά, ακόμα πιο χαμηλά, μέχρι που τη βρήκε σε κάποιες μπάσες νότες. Τότε ο Σακελλαρίδης σταμάτησε και την κοίταξε.
– Πώς είπαμε πως σε λένε, παιδί μου;
– Σπεράντζα Βρανά.
– Κακώς.
– Γιατί;
– Γιατί εσένα έπρεπε να σε λένε
Σπεράντζα… Βραχνά!
Αλέκος Σακελλάριος
Σαν σήμερα, πριν 15 χρόνια, έφυγε από τη ζωή η Σπεράντζα Βρανά.
……………………………………………………………..
Απόσπασμα από το βιβλίο: λες και ήταν Χθες