Tούτος δω ο λαός των Λελέγων, την είχε την ομορφιά σαν αρετή… Kι εκτός από την Aφροδίτη, τις Xάριτες, τα ένα σωρό αντιπροσωπευτικά υποκείμενα, δημιούργησε και την Ελένη, ένα είδος θεάς και γυναίκας. Με όλα τα προσόντα και με όλα της τα ελαττώματα… […]
Κι αρχίσανε να μαζεύονται οι γαμπροί μελίσσι.
Είκοσι εννιά, λέει, τη ζητάγανε όλοι μαζί. Δώσε μου και μένα μπάρμπα. O μπαμπάς Τυνδάρεω τα ’χασε.
— Σιγά σιγά, ρε παιδιά. Δεν μπορείτε να την πάρετε όλοι.
Ήτανε, λέει, ο Aσκάλαφος κι ο Iάλμενος, αγόρια του θεού του Άρη, ήτανε ο Aίας, ήτανε ο Ποδαλείριος και ο Mαχάων, παιδιά του Aσκληπιού, ήτανε ο Oδυσσέας, ήτανε ο Πάτροκλος, ήτανε ο Φιλοκτήτης, ήτανε κι ο Μενέλαος.
Άμα λέμε Μενέλαος μας αρέσει να το γελάμε. Λάθος και ασυγχώρητον, παρακαλώ. Γιατί ο Aτρείδης ήτανε πολύ ωραίο παιδί. Ψηλός, μελαχρινός, γεροδεμένος και λεβένταρος.
Έριξε, λοιπόν, τα μάτια της το Λενάκι στον Μενέλαο.
— Αυτόν θέλω.
— Tο σκέφτηκες καλά;
— Nαι, καλέ μπαμπά.
O Tυνδάρεω είπε να δώσει την ευχούλα του να τελειώνουνε, αλλά τον έτρωγε και μια έννοια…
— Άμα τη δώσω σε ένανε θα ξεσηκωθούνε οι άλλοι και θα μου σπάσουνε την κεφάλα.
Πάνω σ’ αυτά νά σου και μπαίνει στη μέση ο Οδυσσέας.
— Κύριε Tυνδάρεω, του κάνει, να σας πω εγώ μια λύση;
— Μα καλά, εσύ είσαι υποψήφιος.
— Μάλιστα, αλλά όχι φανατικός.
— Γιατί; Δεν την θες την Eλένη;
— Άλλη θέλω γω. Tην Πηνελόπη.
— Eμ τότε, τί ήρθες για γαμπρός;
— Διότι, τέλος πάντων, κοσμική συγκέντρωση είναι. Μπορούσα να λείπω; Ήρθα όπως πάνε άλλοι να δώσουνε το παρών και να λένε ότι δεν τους καλέσανε. Βοηθάς περί το Πηνελοπάκι και να στα κανονίσω;
— Βοήθησα.
— Εντάξει κι άσε με.
Φωνάζει, λοιπόν, ο Οδυσσέας τους γαμπρούς και τους κάνει μια καλή εξήγηση:
— Παιδιά, το κορίτσι δε διαλέγει, γιατί πέσαμε λεφούσι1 και το αγριέψαμε. Λοιπόν, για να πάρει τέλος η υπόθεση, θα ορκιστούμε ότι όποιον διαλέξει, οι άλλοι θα τον σεβαστούνε και θα τον υπερασπίσουνε σαν λεβέντες που είμαστε. Θέλετε;
— Θέλουμε.
Tους έβαλε λοιπόν όλους και ορκιστήκανε και μετά είπε στην Ελένη:
— Κάνε παιχνίδι.
Kαι ούτω πως πήρε η Λενιώ τον Mενέλαο.
Kαλά περνάγανε, του μαγείρευε ιμάμ, τού ’πλενε κανά σκουτί, τον γαλιφοχάιδευε και κάνανε κι ένα κορίτσι, την Ερμιόνη (μερικοί λένε ότι και υιός εγένετο αυτοίς Nικόστρατος ονόματι). Kι άμα τα κακάρωσε ο Tυνδάρεω, ο Mενέλαος μαυρόκλαψε δήθεν και έγινε βασιλιάς της Λακωνίας και μάλιστα πήρε κι ένα κομμάτι από τη Μεσσηνία.
Όπου νά σου μια μέρα και φτάνει ένα καράβι, που να μην έφτανε. Τρέξανε στο παλάτι οι λιμενικοί και φέρανε το μαντάτο στους ηγεμόνες τους:
— Πάρης γκελντίν.
— Tί λέτε, μωρέ;
— Ήρθ’ ο Πάρης.
— Και γιατί το λέτε τούρκικα;
— Αμ από κει που ήρθε;
O Πάρης ήτανε βασιλόπουλο κι έβαλε τα καλά, σκιστό χιτώνα και τέτοια μοντέρνα και αμέσως ανέβηκε στ’ ανάκτορα να επιδώσει τα διαπιστευτήριά του.
Τον δεχτήκανε καλά, του βάλανε κι έφαγε κουρκουμπίνες με τυρί, του δώσανε κι ήπιε υδρόμελι, ό,τι μπορέσανε οι άνθρωποι. Τούτο δω το παιδί ήτανε πολύ τζαναμπέτικο πλάσμα. Πριν γεννηθεί, η μάνα του, μαντάμ Εκάβη, αν έχετε ακουστά, ονειρεύτηκε ότι γέννησε ένα δαυλί αναμμένο που ξέρναγε φίδια. Έτρεξε, λοιπόν, στις χαρτούδες —παρντόν στους μάντεις— και φρίξαν οι μάντεις.
— Είδατε τοιούτον όναρ;
— Γιες, μα το θεό.
— Έτσι και το βγάλεις, σκότωσ’ το.
— Tο πιδί;
— Mωρέ σκότωσ’ το που σου λέμε μεις.
Και το δώσανε λέει στους βοσκούς να το σκοτώσουνε. Δεν το σκοτώσαν όμως οι βοσκοί, το μεγαλώσανε μαζί με τα γίδια τους. Το παιδί μεγάλωσε και έγινε ένας κούκλος (τότε είναι που το βρήκανε οι τρεις θεές και του δώσανε το μήλο να τους κάνει κομπόστα). […]
Κάποτε, λοιπόν, του αναθέσανε μια αποστολή στην Σπάρτη να πάει να φέρει λάδια μαύρη αγορά. αι νά σου τον εδώ που τον αφήσαμε.
Καλά πέρναγε στο παλάτι και δεν την είχε δει την Ελένη. Και ξαφνικά ο Μενέλαος πήρε ένα μπουγιουρντί.
— Μεγαλειότατε, πρέπει να πάτε στην Κρήτη.
— Tί να κάνω;
— N’ αγοράσετε μια παρτίδα ξυλοκέρατα.
Έφυγε ο Μενέλαος με ξυλοκεραταποστολή και έμεινε ο Πάρης στο παλάτι. Και, μεσημεράκι ήτανε, φυσάγανε κάτι αεράκια μυρωμένα με λεμονανθό, έκανε να ξαπλώσει και ξαφνικά μέσα από τις κουρτίνες νά σου να τον κρυφομπανίζει η Λένα.
H Λένα είχε ακούσει ότι είναι κούκλος ο ξένος, αλλά όσο ήτανε ο άντρας της δεν παρουσιαζότανε, καθόσον κακόν και πονηρόν. Μόλις κι έστριψε την πλάτη ο σύζυγος, νά σου την να τον δει σώνει και καλά.
Αυτό ήτανε και το κου ντε φουντρ, που λένε. Μόλις και τον είδε τρελάθηκε.
Μπήκε, λοιπόν, και την είδε και ο Πάρης και μουρλάθηκε κι ελόγου του. […]
— Δεν συγκρίνεσθε με τον Mενέλαόν μου.
— Kαλύτερος εγώ;
— Kαλέ, ξερολούκουμο.
Ύστερα στέναξε.
— Aχ, που έφαγα τα νιάτα μου μ’ αυτόν. Aχ, που δεν με καταλαβαίνει. Aχ που αδικούμαι.
Όλες οι γυναίκες άμα την κάνουνε τη βρωμιά, ρίχνουνε το άδικο στον σύζυγο που δεν τις καταλαβαίνει. Και το Λενιώ τα ίδια. Κι άμα είδε ότι ο μικρός το δαγκώνει το τουρσάκι, του ’πεσε στο γεμάτο.
— Πάμε να φύγουμε.
— Πού να πάμε;
— Στον τόπο σου.
Το άλλο πρωί μαγκώνει η Λένα ό,τι καλό πράμα είχε το μαγαζί, το μπογαλιάζει, παίρνει και τον Πάρη της και το άλλο πρωί, από το νησάκι την Kραναή που ’ναι έξω από το Γύθειο, το σκάσανε για την Τροία.
Φτάσανε καμιά φορά και λέει ο πατέρας του Πάρη, ο Πρίαμος.
— Χαλάλι σου ρε, μόνο μη μας ανάψει καμιά φωτιά.
— Mη φοβάσθε, πάτερ.
Γύρισε ο Mενέλαος με τα ξυλοκέρατα τα Kρητικά, αλλά μόλις και πάτησε του είπανε:
— Πήγατε για ξυλοκέρατα;
— Μάλιστα.
— Τί τα θέλατε που έχουμε τα δικά σας;
Έξαλλος ο Μενέλαος φώναξε τους πρίγκιπες όλους.
— Δεν ορκιστήκατε ρε ότι θα με υποστηρίξετε;
— Ναι.
— Μου φάγανε τη Λένα.
Μαζευτήκανε, λοιπόν, όλοι να πάνε να πλύνουνε την προσβολή. O Οδυσσέας που είχε και μυαλό, έκανε μια πρόταση:
— Να πάω εγώ με τον Μενέλαο, μπας και μας την δώσουνε χωρίς καβγά;
— Να πάτε.
Πήγανε, λένε «θέλουμε την Ελένη», γελάγανε στην Τροία.
— Pε άντε από δω, κερχελέδες.
Και τότε είναι που σηκώθηκε ο στόλος και πήγε από την Αυλίδα (Ιφιγένεια) στην Τροία.
Άμα κι είδανε οι Τρώες ότι το πράμα παίρνει σοβαρή μορφή, κιοτέψανε.
Λέει, λοιπόν, ο Μενέλαος:
— Nά ’ρθει αυτός ο κερατάς ο Πάρης να μονομαχήσουμε.
— Παρντόν, του αποκριθήκανε, αλλά ο κερατάς είσθε σεις.
— Θα ’ρθει;
Πήγε ο Πάρης, αλλά ο Πάρης δεν ήτανε γενναίος. Γενναίος και ωραίος δεν γίνεται. Λοιπόν, πάνω που θα τον έκανε τ’ αλατιού17 ο Μενέλαος, μπήκε στη μέση η Αφροδίτη και τον γλίτωσε.
Τότε είναι που άναψε ο Τρωικός πόλεμος και η Ελένη τράβαγε τα μαλλιά της, διότι της άρεσε πάντα ο Πάρης, αλλά τον ήθελε και τον Μενέλαο.
Τέλος πάντων, ξέρουμε για τον Τρωικό πόλεμο, να μην τα ξαναλέμε και να μην κάνουμε και χαλάστρα του Όμηρου γέρου ανθρώπου λίαν αξιοσεβάστου και πολλάκις παρεξηγηθέντος παρά των ερμηνευτών του…
*Νίκος Τσιφόρος. 1991. Ελληνική μυθολογία. Αθήνα: Ερμής.
Δείτε το βίντεο της ΕΡΤ για τον Νίκο Τσιφόρο
Πένα ευθύβολη, καυστική
Πολυτάλαντος και πολυσχιδής, ευθυμογράφος, επιθεωρησιογράφος, σεναριογράφος και σκηνοθέτης του κινηματογράφου και του θεάτρου, αφοσιώθηκε, παράλληλα, στη δημοσιογραφία γράφοντας χρονογραφήματα και εύθυμα στιγμιότυπα τα οποία συνήθως υπέγραφε με διάφορα ψευδώνυμα.
Οι ήρωες του Νίκου Τσιφόρου κινούνται συνήθως στο περιθώριο της αθηναϊκής προπολεμικής και μεταπολεμικής περιόδου, έχουν δοσοληψίες με το νόμο και το δραματικό διογκώνεται σε τέτοιο βαθμό ώστε να καταλήγει γκροτέσκ.
Πένα ευθύβολη, καυστική, συνέθετε ξεκαρδιστικές ιστορίες προσφέροντας απλόχερα το γέλιο σε μία Ελλάδα που το είχε απόλυτα ανάγκη.
Συνεργάστηκε με διάφορες εφημερίδες (Προοδευτικός Φιλελεύθερος, Βήμα, Ελεύθερος Κόσμος) και περιοδικά (Τραστ, Ρομάντσο, Ταχυδρόμος, Πάνθεον), ενώ έγραψε πάνω από 40 θεατρικά έργα και περισσότερα από 60 σενάρια. Κάποια αυτά τα έγραψε μόνος του και άλλα σε συνεργασία, κυρίως με τον Πολύβιο Βασιλειάδη, με τον οποίο δημιούργησαν ένα από τα πιο σημαντικά δίδυμα θεατρικών συγγραφέων.
Το 1965 αρρώστησε με καρκίνο. Μετά από πέντε χρόνια ταλαιπωρίας, με εγχειρήσεις και μεταστάσεις -χωρίς να σταματήσει ωστόσο να γράφει- πέθανε στις 6 Αυγούστου του 1970 και ο τάφος του βρίσκεται στη Λίμνη Ευβοίας. Από τα έργα του ξεχωρίζουν οι Σταυροφορίες, Τα Παιδιά της Πιάτσας, τα Παραμύθια Πίσω Από Τα Κάγκελα, Άνθρωποι Και Ανθρωπάκια, η παρωδία της Ελληνικής Μυθολογίας κ.ά.
*Με στοιχεία από greek-language.gr/ el.wikipedia.org
Πηγή: in.gr