Λευτέρης Χαραλαμπόπουλος in.gr
Οι… πρόωροι θάνατοι δημοσιοτήτων είναι μια από τις παλαιότερες δημοσιογραφικές αμαρτίες. Όπως είπε και ο μεγάλος αμερικανός συγγραφέας – και χιουμορίστας – Μαρκ Τουείν: «οι αναφορές στον θάνατό μου είναι κάπως υπερβολικές». Μάλιστα, δεν το είπε ακριβώς έτσι, αλλά το νόημα ήταν αυτό.
Κάποιες φορές η ανακρίβεια είναι απλώς θέμα βιασύνης. Στις εκλογές του 1948 στις ΗΠΑ ο Τρούμαν είχε τη χαρά να πανηγυρίσει τη νίκη του κρατώντας το φύλλο της Chicago Tribune που ανέφερε ότι είχε κερδίσει ο αντίπαλός του.
Όμως, στις μέρες μας τα πράγματα έχουν κάπως χειροτερέψει.
Ο λόγος είναι τα όρια ανάμεσα στη δημοσιογραφία και την απλή φημολογία είναι πια πολύ ρευστά. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης λειτουργούν ως τεράστιοι πολλαπλασιαστές μιας φήμης ή ακόμη και ενός χονδροειδούς ψέματος. Τα φίλτρα που υποτίθεται ότι υπάρχουν για να προστατεύουν από fake news συχνά αδυνατούν να ανακόψουν μια τέτοια πλαστή πληροφορία.
Οι σύγχρονες τεχνικές δυνατότητες επιτρέπουν εξαιρετικά πειστικές μορφές παραπληροφόρησης. Και βέβαια τα ΜΜΕ βρίσκονται σε διαρκή πίεση, ιδίως τα ψηφιακά. Αντιμετωπίζουν διλήμματα ως προς το εάν θα βάλουν μια είδηση που δεν έχουν μπορέσει να διασταυρώσουν αλλά έχει ήδη γίνει viral. Γιατί γνωρίζουν ότι το κοινό δεν θα «κλικάρει» σε μια είδηση που την έχει ούτως ή άλλως δει εδώ και ώρες στο timeline του.
Όμως, αυτό είναι ένας δρόμος ολισθηρός. Το ίδιο ισχύει και για άλλες πρακτικές, αυτές δοκιμασμένες και από παλιά. Θες να δημιουργήσεις ένα “πολιτικό ζήτημα;” Γράφεις μια είδηση όπου παραθέτεις κάτι που ξέρεις ότι δεν ισχύει, αλλά περιμένεις να δεις – ή και να προκαλέσεις – αντιδράσεις. Προσθέτεις και ένα «σύμφωνα με πληροφορίες» που αρκετές φορές είναι η δημοσιογραφική ορολογία για το «καμία επιβεβαίωση».
Κάποτε τέτοιες πρακτικές ήταν πιο περιθωριακές. Τα μεγάλα μέσα συνήθως τις απέφευγαν. Κυρίως γιατί χαλούσαν σχέσεις με αυτούς που όντως έδιναν πληροφορίες. Σήμερα, όμως, κάτι τέτοιο μπορεί να μπει και σε ένα μεγάλο μέσο. Άλλωστε, το βασικό δεν είναι που θα γραφτεί, αλλά πόσα τρολ θα το αναπαράγουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και πόσοι υποτίθεται σοβαροί influencers.
Και το αποτέλεσμα είναι να κυκλοφορούν «ειδήσεις», που ακόμη και όταν διαψεύδονται, τη σκιά τους την έχουν αφήσει. Η «δουλειά» έχει γίνει. Όλα αυτά μας φέρνουν στο πρόβλημα: στη χαμένη τέχνη του ρεπορτάζ.
Θυμήθηκαν όλοι την ταινία «Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου» αυτές τις μέρες, που αναφέρεται στην υπόθεση Watergate. Όποιος την έχει δει, θα θυμάται ότι η βασική αγωνία των δύο δημοσιογράφων, αφού τους είχε έρθει η βασική πληροφορία, ήταν να μπορέσουν να την επιβεβαιώσουν. Να βρουν και άλλες αξιόπιστες πηγές που να επιβεβαιώνουν ότι έτσι έχουν τα πράγματα. Γιατί θυμόντουσαν τον βασικό κανόνα: μια είδηση πρέπει να έχει επιβεβαιωθεί από δύο τουλάχιστον πηγές.
Στις μέρες μας όλα αυτά ξεχνιούνται.
Ζούμε στην εποχή του «το έγραψε ο τάδε στο twitter», του «το είδα στο προφίλ του», του «μου το είπε κάποιος που ξέρει κάποιον», ή – ακόμη χειρότερα… – του «γράψτο και ας τρέχουν να το διαψεύσουν μετά».
Όμως, έτσι η δημοσιογραφία και η ενημέρωση απλώς πριονίζουν το κλαδί πάνω στο οποίο κάθονται. Και εθίζουν το κοινό στην κακή ποιότητα, στη φημολογία, στο κουτσομπολιό. «Φτιάχνουν» ένα κοινό που δεν μπορεί να διακρίνει τι είναι δημοσιογραφία και τι παραπληροφόρηση. Η δημοσιογραφία για να ξαναβρεί τη «χαμένη ψυχή» της, πρέπει να θυμηθεί τους κανόνες που την έκαναν δύναμη κοινωνικής προόδου.