20.5 C
Athens
Δευτέρα, 20 Μαΐου, 2024

ΑρχικήΑΡΘΡΑΑΠΟ ΤΗΝ ΟΝΕ ΣΤΟ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΣΤΗΡΙΞΗΣ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΝΕ ΣΤΟ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΣΤΗΡΙΞΗΣ

Σε αυτό το σύντομο άρθρο θα επιχειρήσω να συνοψίσω τα βασικά επιχειρήματα που αναδεικνύονται σχετικά με την πορεία της ελληνικής οικονομίας, στον επιστημονικό συλλογικό τόμο «Η Ελληνική Πολιτική Οικονομία 2000-2010: Από την ΟΝΕ στον Μηχανισμό Στήριξης» – Εκδόσεις Λιβάνη -, τον οποίο επιμελήθηκα με τον συνάδελφο του Πανεπιστημίου Πειραιά Σπύρο Ρουκανά και συντάχθηκε με τη συνεργασία 23 Πανεπιστημιακών.

Πρώτον, η ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ συνιστά μια πολιτική απόφαση για την οποία τα οικονομικά κριτήρια είχαν ελάχιστη ή καθόλου σημασία.

Δεύτερον, οι συνέπειες της διεθνούς οικονομικής κρίσης ήταν καταλυτικές για τις εξελίξεις στην Ελληνική Πολιτική Οικονομία μετά το 2008, αφού αυτή έπαιξε το ρόλο του επιταχυντή στην εκδήλωση της ελληνικής κρίσης χρέους, η οποία, τελικά, εξελίχτηκε σε κρίση δανεισμού.

Τρίτον, το δημόσιο χρέος ως απόλυτο μέγεθος αυξήθηκε διαχρονικά κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο με υψηλό ρυθμό. Αυτή η συζήτηση δεν θα πρέπει να περιορίζεται σε μια φωτογραφική αποτύπωση, αλλά θα πρέπει να συνδεθεί και με άλλα μεγέθη της οικονομίας όπως, για παράδειγμα οι ρυθμοί ανάπτυξης , το ΑΕΠ, κ.ο.κ. Σύμφωνα με τη συγκριτική ανάλυση του Αναπληρωτή καθηγητή Κωνσταντίνου Τσαμαδιά και με με σειρά από ιδιαίτερα αναλυτικά δεδομένα και στοιχεία, ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν χαμηλό κατά την περίοδο 1975-1980, αλλά κατά τη δεκαετία του 1980 και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990 αυξήθηκε ταχύτατα, υπερβαίνοντας το 60% (κριτήριο της Συνθήκης του Μάαστριχτ) στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980 και το 100% από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Στη συνέχεια, και μέχρι το 2008, κυμαινόταν περί το 100-110% του ΑΕΠ. Οι μέσες τιμές των ετήσιων ρυθμών αύξησης τόσο ως απόλυτο όσο και ως σχετικό μέγεθος ήταν αρκετά υψηλές. Με κριτήριο τη μέση τιμή των ετήσιων αυξήσεων (%) του δημόσιου χρέους σε τρέχουσες τιμές κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο, σχετικά καλύτερες επιδόσεις είχαν οι υποπερίοδοι 13/101993-7/3/2004, 7/3/2004 – 6/10/2009 και 6/10/2009 – 11/11/2011.  Με κριτήριο το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, επιδόσεις καλύτερες (χαμηλότερες) από τη μέση επίδοση της μεταπολιτευτικής περιόδου είχαν οι υποπερίοδοι 21/11/1974 – 21/10/1981, 1/4/1990 – 13/10/1993, 13/10/1993 – 7/3/2004 και 7/3/2004 – 6/10/2009, ενώ χειρότερες (υψηλότερες) από τη μέση επίδοση είχαν οι υποπερίοδοι 21/10/1981 – 2/7/1989 και 6/10/2009 – 11/11/2011. Η συγκριτική αξιολόγηση των δεδομένων και των ευρημάτων κατά τις υποπεριόδους διακυβέρνησης αποκαλύπτει ότι η πιο επιβαρυντική περίοδος για τη συσσώρευση του δημόσιου χρέους και το χτίσιμο της δυναμικής του υπήρξε η υποπερίοδος 21/10/1981 – 2/7/1989. Ιδιαίτερα για την περίοδο 2004-2008, διαπιστώνει κανείς ότι το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης του χρέους οφείλεται στην ανάγκη αναχρηματοδότησης δανείων που είχαν συναφθεί παλαιότερα, καθώς επίσης και σε εξοπλιστικά προγράμματα που επίσης είχαν συμβασιοποιηθεί σε προηγούμενες κυβερνητικές περιόδους.

Τέταρτον, η αύξηση του δημόσιου ελλείμματος την υποπερίοδο 7/3/2004 – 6/10/2009, ως ποσοστού του ΑΕΠ ήταν ποσοστιαία σημαντικά μικρότερη σε σχέση με τη μέση αύξηση των δημόσιων ελλειμμάτων των χωρών της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αύξηση του δημόσιου χρέους κινήθηκε ποσοστιαία κοντά στο μέσο όρο των αυξήσεων που συντελέσθηκαν στις χώρες της Ευρωζώνης και χαμηλότερα από το μέσο όρο των αυξήσεων που συντελέσθηκαν στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από τα ευρήματα αναδεικνύεται ότι  κατά την περίοδο 2007-2009 το δημόσιο έλλειμμα στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε ποσοστιαία κατά 131,1%, την ίδια στιγμή που η μέση τιμή ποσοστιαίων αυξήσεων στις χώρες της Ευρωζώνης ανήλθε σε 826,7% και σε αυτές της Ε.Ε. σε 650,7%. Το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 20,8% , δηλαδή όσο περίπου και η μέση τιμή των ποσοστιαίων αυξήσεων στις χώρες της Ευρωζώνης (20,5%) , αλλά λιγότερο από το αντίστοιχο στις χώρες της Ε.Ε. (26,5%).

Πέμπτον, διαθέσιμες επίσημες απογραφές καταδεικνύουν ότι το μέγεθος του δημόσιου τομέα διατηρήθηκε στα ίδια επίπεδα για ιδιαίτερα μεγάλο χρονικό διάστημα (31/12/1999: 399.539 υπηρετούντες στο δημόσιο τομέα (δεν περιλαμβάνονται οι τομείς της Άμυνας, Σωμάτων Ασφαλείας και Εκπαίδευσης) – 31/12/2008: 383.966 υπηρετούντες στο δημόσιο τομέα, Πηγή: Υπουργείο Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, 2009). Ο αριθμός τους εμφανίζει αισθητή μείωση (κατά 13,13%) από το 2000 μέχρι το 2001 και στη συνέχεια εξελίσσεται σταθερά μέχρι το 2007, οπότε και αυξάνεται κατά 5,74% σε σχέση με το 2006, για να επανέλθει στο πρότερο σταθερό επίπεδο με ανάλογη μείωση το 2008.Μάλιστα, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι οι αριθμοί αυτοί σε καμία περίπτωση δεν ξεπέρασαν τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ και των κρατών μελών του ΟΟΣΑ. Όπως αναφέρουν οι Μαρία Τσάμπρα και Παναγιώτα Χατζημιχαηλίδου ΑΝΤΊΣΤΟΙΧΟς αριθμός για το 2010 αντιπροσωπεύει το 15% του εργατικού δυναμικού της χώρας, ποσοστό σχετικά μικρό σε σχέση με συγκριτική έρευνα του 2002, κατά την οποία έφτανε το 11,4%, με μέσο όρο στην ΕΕ-17 άνω του 16% και στις Σκανδιναβικές Χώρες και στη Γαλλία μεταξύ 20% και 30% (The Economist, 22/1/2014).

Κλείνω αυτό το άρθρο πιστεύοντας ότι με το μικρό λιθαράκι που προστέθηκε στο δημόσιο και στον επιστημονικό διάλογο επιτελούμε ένα χρήσιμο έργο, προς όφελος των επόμενων γενεών και με χρηστικότητα για εκείνους που λαμβάνουν τις αποφάσεις ή που πρόκειται να διαχειριστούν κρίσιμες καταστάσεις για τη χώρα στο μέλλον.

Παντελής Σκλιάς

Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

Σετικά άρθρα
Creative People

Τελευταία Νέα