18.5 C
Athens
Παρασκευή, 3 Μαΐου, 2024

ΑρχικήΑΡΘΡΑΕΝΑΣ ΚΟΥΡΕΑΣ ΜΕ ΤΑ… ΟΥΛΑ ΤΟΥ!

ΕΝΑΣ ΚΟΥΡΕΑΣ ΜΕ ΤΑ… ΟΥΛΑ ΤΟΥ!

Η Μελπομένη με τα γαλάζια μάτια, μετά τον έκτο μήνα της χηρείας της, επέταξε τα μαύρα κορακίσια ρούχα και εφόρεσε γαλαζοπράσινα βουάλ, σαν τις κουρτίνες της κρεβατοκάμαρας ένα πράμα. Αεράτα για να ανεμίζουν στο φύσημα τ’ αγέρα και διάφανα για να μαντεύεις το περιεχόμενο που κρύβεται από κάτω…

Ο Μήτσος, το στεφάνι της, ένα πρωινό την ώρα του “φίκι-φίκι” τα τίναξε αιφνιδίως και ανηφόρισε προς τα ουράνια, να συναντήσει μια παλιά του γκόμενα. Τα ‘ξερε αυτά η χήρα, τα ‘φαγε, τα χόρτασε τα τσιλημπουρδήματά του κι όλο έλεγε …

«Μμμμμμ θα ‘ρθει δε θα ‘ρθει η ώρα η καλή να σου τα φορέσω μέχρι τ’ αυτιά καπέλο τα κέρατα… και τι κέρατα, με διακλαδώσεις, άτιμο αρσενικό! Κουβάρι θα χρειαστείς για να τα στερεώσεις και να κρατάς ισορροπία. Μ’ έφαγες τα σκότια μ και την ζωή μ, μ’ έφαγες τα νιάτα μ και την παρθενιά μ… Όλο το χωριό με ήθελε και γω εκεί, με θάμπωσαν τα άσπρα δόντια του κουρέα κι ο πλατύφυλλος βασιλικός, πού στόλιζε τ’ αυτί τ! Χάθηκε να πάρω τον δάσκαλό που ήταν και γραμματιζούμενος; Που είχε κι αμπέλια 30 στρέμματα κι όλες τις αδερφές του παντρεμένες! Τι ερωτεύτηκα μωρέ σε σένα; Ένας τσιλιμπίθρακας με φαλάκρα εξ ανέκαθεν ήσουν πάντα…»

Κι όλο μουρμούριζε κι όλο πυρετό ανέβαζε σαν έβλεπε την Κατίνα, μια άλλη μικροχήρα που κάθε τόσο πήγαινε στο κουρείο για να δει τα δόντια της, μήπως και πρέπει να της τα βγάλει με την μέθοδο της κλωστής! Κι άφριζε η Μελπομένη σαν άκουγε την Τίνα, απ’ το Κατίνα, ν’ αναστενάζει αχ αχ αχα αχαχαχ … μωρέ Μήτσο θα πονέεες η κλουστήήή…

Κι όλο του χούφτωνε το χέρι κι όλο ακουμπούσε το μπούτι τάχατες τυχαία και μοιραία στο δικό τ το μπούτ. Ο κουρέας ανατρίχιαζε και έλεγε «οοοοοχ οοοοοχχ ε θα σ πονέσω ουμοορφιάμμμμ, μη με κάνς νάζια θα σ ουρμήξου ….να βγάλω το δοντάκι που πονεί κατάλαβες;» «Αχ ναι κατάλαβα, πολύ πολύ κατάλαβα!»

Ντελικανής ο τύπος. Με μπριγιόλ στα μαλλιά, με μουστακάκι αλά Χίτλερ, με κουρείο, με ξουραφάκια εξ Αθηνών, με μπριγιαντίνη εξ Αμερικής που του έστελνε μια άλλη γκόμενα που δεν έλεγε να τον ξεχάσει, ακόμη σα πήγε και στα ξένα! Είχε την ξύλινη μαλακή βούρτσα με το αρωματικό ταλκ και με λευκά κεντητά σεντόνια με βελονιά κομπλέν, από την προίκα που του έδωσε η κυρά Φροσάρα η μάνα του… Τίναζε το αστραφτερό σεντόνι πλυμένο με λουλάκι και το άπλωνε ως ποδιά στον λαιμό του πελάτη, καθότι μερακλής και τρελαμένος με την καθαριότητα που είναι μισή αρχοντιά !

Είχε και μια κολόνια χύμα σε πλαστικό μπουκάλι που το στόλιζε με αλουμινόχαρτο και με μια κορδέλα από μπομπονιέρα του γάμου της αξαδέλφης του. «”Αγιόκλημα” έλεγε με καμάρι. Η μάνα μου την παρασκευάζει, καθώς επίσης ρίχνει και μπόλικο λευκό οινόπνευμα για την “απολύμανσις των πελατών” και των ξυραφιών!»

Φορούσε πάντα λευκή ρόμπα κι αυτό γιατί είχε το απωθημένο του. Οδοντίατρος ήθελε να σπουδάσει, αλλά η φτώχεια και η μιζέρια, του στέρησαν το όνειρο. Κούρευε και τον παπά και τις γελάδες και τις ουρές των αλόγων, όπου έβρισκε τρίχα τέλος πάντων. Με την ψιλή, έκανε αποψίλωση στα μαλλιά των μαθητών για τις ψείρες, που χτίζανε ολόκληρες αποικίες την εποχή εκείνη!

Μια φορά ένας φαντάρος που έβγαινε το πρώτο ραντεβού με την Σουλτάνα, του ζήτησε να μην τον κουρέψει γουλί, αλλά να βρει άλλον τρόπο να διώξει τα ζωύφια από την κεφαλήν του. Ο Μήτσος γέλασε και του ‘πε φιλάρεσκα «Αποστόλλ …βρε ήρθες στον κατάλληλο άνθρωπο, θα σε σώσω!» Και τον έσωσε. Τον έλουσε με πετρέλαιο, ψόφησαν ακαριαίως ότι ζωντανά κυκλοφορούσαν εις την κεφαλήν του. Εκατό φορές λούστηκε με το πράσινο σαπούνι, αλλά η μυρωδιά μεθούσε όποιον περνούσε από δίπλα του… Η Σουλτάνα λιποθύμησε στην αγκαλιά του ψιθυρίζοντας….μυρίζεις άκουα φόρτε κι είμαι αλλεργικήηηηηη. Κόντεψε να πεθάνει η δόλια!

Στο χωριό τον φωνάζανε γιατρό κι αυτό γιατί είχε σπάγκο, μια τανάλια μικρή που βρήκε κάποτε πεταγμένη στο Νοσοκομείο της χώρας και ένα πάκο χαρτοβάμβακα! Έκανε εξαγωγή δοντιών με τα εργαλεία του και με το μεταλλικό χερούλι της πόρτας. Έδενε καλά γύρω γύρω στο δόντι την κλωστή ή τον σπάγκο ανάλογα της σοβαρότητος του πελάτη και κρρρραααακκκκκ την τραβούσε με δύναμη προς το μέρος του. Σπάραζε ο κάθε πελάτης και πολλές φορές όταν δεν καλοέβγαινε ο τραπεζίτης, τον κυνηγούσαν μέσα στο χωριό να τον λιντσάρουν.

Πάντα ο παπάς γινόταν χωροφύλακας και διαλύονταν τα πλήθη! Όταν τα κατάφερνε το τύλιγε σε χαρτοπετσέτα και το έδινε ως τρόπαιο στον ασθενή του λέγοντάς του «άντε πέτα το πάνω στα κεραμίδια, για να σου φυτρώσει γρήγορα καινούριο και μετά να παντρευτείς!» Λεφτά ως οδοντίατρος δεν δεχόταν ποτέ και πάντα έλεγε περισπούδαστα «τον όρκο του Ιπποκράτη τον ξέρεις;» Αλίμονο άν δεν τον ήξερες.

Ο Μήτσος έφυγε, το κουρείο ερήμωσε κι οι χήρες μαράζωσαν απ’ τον καημό! Μέχρι που αποφάσισε να πάρει την επιχείρηση στα χέρια της η Μελπομένη… Σιγά μη πατήσει αρσενικό στο κουρείο της χήρας… Η παντόφλα και ο πλάστης περίμενε καρτερικά τον κάθε κουρεμένο πίσω από την πόρτα. Βρε τι ανοιχτά κουμπιά άφηνε η καινούρια διεύθυνσις, τι σήκωνε την φούστα να κάνει αγέρα που έσκαγε από την ζέστη, βρε τι πέρα δώθε με το φυσερό αρμένιζε, τίποτε ούτε αντρικό λέπι δεν της έφερνε ο άνεμος ! Περνούσαν από μπροστά της άπαντες και ψιθύριζαν «αχ μάνα μου με βασανίζεις… με λιώνεις και με καις… μ’ ανάβεις και με φουντώνεις» αλλά βάδιζαν ευθεία σα Πασχαλινές ολόρθες λαμπάδες.

Είδε κι αποείδε η Μέλπω και έγραψε σε εφημερίδα πάνω με κόκκινο κραγιόν “Κλειστόν λόγω μετανάστευσης εις τας Αμέρικας ζουλιάρες α ζουλιάρες” !

 

Σετικά άρθρα
Creative People

Τελευταία Νέα