24 C
Athens
Παρασκευή, 3 Μαΐου, 2024

ΑρχικήΑΡΘΡΑΗ ΛΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΑ…ΠΑΠΠΟΥΔΟΠΑΛΉΚΑΡΑ

Η ΛΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΑ…ΠΑΠΠΟΥΔΟΠΑΛΉΚΑΡΑ

O κυρ Στρατής Παππαλιγούρας κι ο κυρ Πάππας Μίχα, εξ Αμερικής για κάποια χρόνια, κάθε μέρα στας επτά παίζανε τάβλι και ξερή κάτω από τον Πλάτανο σ’ ένα όμορφο χωριό. Ο καφετζής τους πείραζε πάντα με τα ίδια λόγια: «βρε πήρατε άδεια απ’ τις γυναίκες σας; Σας έδωσαν λεφτά να πληρώσετε τον μεζέ και το ούζο, ή θα λιώσω πάλι την κιμωλία μου;»  

Καμία σημασία δε του δίνανε, τραβούσανε τις ψάθινες καρέκλες απλώνανε τα χαρτιά κι αρχίζανε το κουβεντολόι. «Στρατή τι έγινε με το πουλί σου βρε; Βγήκανε οι εξετάσεις;» «Βγήκανε! Παίζε τώρα…» Τι έχεις για;» «Περονόσπορο… άκου τι έχω…, ουρολοίμωξις πάλι… αντιβίωση και τα τοιαύτα. Παίζε τωρα!» «Ωωωωχ κατάλαβα…  εμένα που λες, ο προστάτης μου, δε μ’ αφήνει να κατουρήσω. Κάποτε έκανε τόξο το κατρουλιό μου και τώρα τσιλ τσιλ τσιλ με το σταγονόμετρο στάζει. Πήγα στον ουρολόγο και μου είπε να πίνω νερά και να κάνω sex». «Χαχαχααααα τον ρώτησες βρε με ποια; Χαχαχαα άκου sex… βρε γερομπισμπίκη του είπες ότι καβατζάρισες τα 85; Να κάνω εγώ το καταλαβαίνω αλλά εσύ… Εσύ;» «Μμμμμμ που πας ρε Καραμήτρο; 82 είσαι σιγά την διαφορά!»

Και πίνανε ουζάκι και τρώγανε χταποδάκι λιαστό στα κάρβουνα και σαρδέλα Καλλονής και αμπελοφάσουλα και φάβα και ο μήνας έχει εννιά! Ήσυχα κυλούσε η ζωή στο χωριό κάπου εκεί στον κόλπο Γέρας με τους ασβεστωμένους τενεκέδες από λάδι και τις μεγάλες πλάκες που ξεφύτρωναν ανάμεσα στο λίγο χώμα που υπήρχε ανάμεσά τους, σκυλάκια σε όλα τα χρώματα!

Μοσχοβολούσε ο βασιλικός, τ’ αγιόκλημα, το γιασεμί και τα τζιράνια έδιναν μια ζωντάνια με τα κατακόκκινα ντελικάτα λουλούδια τους! Η ακρογιαλιά δυο βήματα και οι ψαρόβαρκες να περιμένουν μ’ αγωνία να τσουλήσουν στα όμορφα νερά, να ταξιδέψουν, να σεργιανίσουν! Ένα απογευματάκι ο «ντελικανής» κυρ Στρατής κατηφόριζε το καλντερίμι της γειτονιά του για τον καφενέ, με γρήγορα βιαστικά βήματα. Ψηλός καλοστεκούμενος με κείνα τα γαλάζια μάτια, που στα νιάτα του έκαιγε καρδιές! Από πίσω φώναζε η κυρά Στρατούλα η γυναίκα του, κοντούλα και στρουμπουλούλα. «Που πας βρε αθεόφοβε πάλι; Γιατί  φόρεσες καινούριο σώβρακο και κάλτσες; Ποια σε γυάλισε βρε και λαλείς σα κορδωμένος λόρδος;» Τα φορούσε τα κερατάκια της η δόλια από τα νιάτα της, μα τούτο το παιδί πολύ το ερωτεύτηκε. Ο ίδιος εξάψαλμος κάθε φορά κι η ίδια αδιαφορία πάντα του αγέρωχου άντρα που μια χαρά ολόρθος διάβαινε τις γειτονιές !

Παρήγγειλε έναν βαρύ γλυκό και όχι, άπλωσε τα μακριά του πόδια στην καρέκλα και κοίταζε το πλακόστρωτο δρομάκι στα δεξιά του καρτερικά. «Τι έγινε λεβέντη; Που κοιτάς; Στήσε τα πούλια σου, εγώ πήρα τ’ άσπρα… Ρε μ’ ακούς; Τι βλέπεις ρε που δε το βλέπω εγώ; Αααααα μπας και σε πείραξε η αναβροχιά απ’ το sex; Χαχαχαχα!»

«Ε, που είσαι; Για κάνε αγκου μικρούλη;» Ξαφνικά τεντώθηκε ο κυρ Στρατής, αλληθώρισε, χαμογέλασε ηλιθίως και είπε: «Βρε καλώς το, το κορίτσι μας, βρε καλώς το, το κυπαρίσσι μας, βρε καλώς το, το χαμομηλάκι μας…βρε…», χάζεψε ο κυρ Μίχα. 

«Καλησπέρα σας, πως είστε οι δυο αγαπημένοι μου;» Κελάηδησε η μικρά. Κοιτάχτηκαν τα ραμολιμέντα μεταξύ τους και το χαμόγελο έφτασε ίσαμε με τ’ αυτιά τους. «Μια χαρά. Είμαστε μια χαρά. Ε Στρατή;» «Βεβαίως, σφύζουμε από υγεία, όλα δουλεύουν κανονικά» είπε τάχαμ αστειευόμενος ο κυρ Στρατής. «Να σας κεράσουμε ένα περγαμόντο;» Χαμογέλασε τρισχαριτωμένα και ναζιάρικα η Λουλού και κάθισε στο τραπέζι των δύο ξεμωραμένων γέρων…

Πυρκαγιά και λάβα στα στήθια τους, συρματόπλεγμα στην καρδιά τους και… μια  ξαφνική εξάντληση από την μέση και κάτω, τάραξε την καθημερινότητα. Λιώσανε σα παγωτό κάτω από το βλέμμα της Λουλούς! «Πότε μας ήρθες χελιδονάκι μου;» ρώτησε ο κυρ Μίχα. «Ποιανού είσαι εσύ ομορφιά μου;» είπε ο ξεχασιάρης. «Αααααα δε με γνωρίσατε; Είμαι η Λουλού, του Παναγιώτη του λαδέμπορα η εγγονή. Ήρθαμε προχτές για καλοκαίρι, μένουμε στας Αθήνας και μ’ έστειλε η μαμά να αγοράσω φασόλες που τις λαχταρήσαμε…» Και δώστου σταύρωνε τα ποδαράκια της μια δεξιά, μια αριστερά και κούναγε και τα κατάξανθα μαλλάκια της μια αριστερά και μια δεξιά και φαινότανε κάτω από την φουστίτσα της τα φρατζολένια ξεροψημένα μπουτάκια της!

Ο κυρ Στρατής ξεροκατάπινε, έβηχε, κουνιότανε, δε βολευότανε και όλο και κάρφωνε τα μάτια του πάνω στα ζουμερά πορτοκαλένια στηθάκια της Λουλούς…

«Αχ! κυρ Στρατή» είπε χαδιάρικα η μικρά, τι μικρά δηλαδή, κόντευε τα τριάντα κι η τσαχπινιά της ράγιζε καρδιές. «Αχ! Πόσο χάρηκα που σας είδα και πάλι κυρ Στρατή, είχα μια αγωνία αν είστε ακόμη ζωντανός…» Σεισμός και καταποντισμός στους παλμούς της καρδιάς του, πάγωσε, μίκρυνε, ξεροκατάπιε, πάω για εγκεφαλικό μουρμούρισε …

«Και για σας χάρηκα κυρ Μίχα μου. Αχ! ζείτε κι εσείς… τι ωραίααααα», είπε και ξεφύσησε πολλές φορές κάνοντας αέρα με τα κρινένια δαχτυλάκια της στην περιοχή του λαιμού… «ζέστη, ω τι ζέστη» έλεγε και ξανάλεγε! Το καταδιασκέδαζε η Λουλού γιατί μια χαρά καταλάβαινε την έξαψη και την νεροσταλιά και των δύο!

Χτύπησε το κινητό της τηλέφωνο και με χάρη ρώτησε… «ποιος παρακαλώ; Ωωωω εσύ είσαι αγάπη μου; Είμαι με δύο φίλους του παππού μου εδώ κάτω στον πλάτανο και τρώω περγαμόντο, μου το κεράσανε οι δύο παππούδες…». Κόντεψε να πνιγεί ο κυρ Μίχα, έμφραγμα παρ’ ολίγον να πάθει ο κυρ Στρατής! Μουγγάθηκαν,  μαράζωσαν, ξετεντώθηκαν και μπήκαν στο καβούκι τους…

«Σας χαιρετώ τώρα με περιμένει η μαμά, τσάααοοοοο» «Τσα τσα» είπαν κι οι δυο με ένα στόμα κι ο καφετζής ψόφιος στα γέλια ήρθε και είπε: «που πας ρε Καραμήτρο;  Σιγά…σιγά κλείσε το στόμα, θα σου βγει η μασέλα. Για δε μούρη για γαμπρός …  άιντε, άιντε, χαχαχαχα… Μίχα» είπε και κάθισε στην καρέκλα της Λουλούς.

«Ξέρεις από που βγαίνει το Παππαλιγούρας;» Στεγνός και ξινός σαν το λεμόνι τον κοίταξε ανέκφραστα… «Χααα ακου λοιπόν. Ο παππούς του παππού του γερομπισμπίκη από δω, ήτανε απάντρευτος παππάς, αλλάααα μουρντάρης. Στο χωριό είχαμε μια χήρα που το ‘λεγε η καρδούλα της. Κάθε που χτύπαγε η καμπάνα εκεί στο πρώτο στασίδι η χήρα, τον γούσταρε τον παππά. Ο παππάς, θύμιαζε κι όταν έφτανε κοντά της μουρμούριζε, αύριο στις οχτώ, πίσω απ’ το Ιερό, αύριο στις οχτώ πίσω απ’ το Ιερό… Γι’ αυτό όλο το σόι μετά είναι οι γνωστοί Παππαλιγουραίοι, χαχαχααα» είπε και πήγε να πάρει παραγγελία.

«Περαστικά μας βρε παππού, άιντε εβίβα» και ξέσπασε σε γέλια ασυγκράτητα. «Εσένα γιατί ρε σε λένε Πάππα;» «Τον παππού του παππού μου τον λέγανε Κολομεριά κι επειδή ο παππούς του παππού μου είχε κάτι τεράστια κολομέρια το άλλαξε και το έκανε Παππαδόπουλος. Ε, εκεί στην Αμερική όλοι το κόψανε και γίνανε Πάππας, κατάλαβες τώρα;»

«Κατάλαβα» «Τι κατάλαβες δηλαδή;» «Χούφταλο συ, χούφταλο και γω. Μούγκα στην στρούγκα… φέρε το τάβλι πάω να δω αν διορθώθηκε το πουλί μου κατά την ούρηση…»  

 

Σετικά άρθρα
Creative People

Τελευταία Νέα