20.3 C
Athens
Σάββατο, 11 Μαΐου, 2024

ΑρχικήΑΡΘΡΑΣΥΝΕΧΙΖΟΥΜΕ ΝΑ ΠΙΣΤΕΥΟΥΜΕ ΟΤΙ Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΓΙΑ...

ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΜΕ ΝΑ ΠΙΣΤΕΥΟΥΜΕ ΟΤΙ Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ;

ΑΠΟΤΕΛΕΙ Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ?  ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ?

Μια ακαδημαϊκή συζήτηση για την βιωσιμότητα του Ελληνικού χρέους σίγουρα δεν είναι και δεν πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα. Έχει απόλυτο δίκαιο ο Β. Σόιμπλε ο οποίος επανειλημμένως έχει δηλώσει πως η συζήτηση  γι’ αυτό το θέμα κάνει κακό και δεν βοηθάει καθέναν και ιδιαιτέρως την Ελλάδα, γιατί αποσπά την προσοχή από τις γενεσιουργές αιτίες του δυσθεώρητου Ελληνικού χρέους, οι οποίες πρέπει να εξαλειφθούν και από τη δουλειά που πρέπει να κάνει η Ελληνική κυβέρνηση για τη μείωση του χρέους και την εξυπηρέτησή του. Εξάλλου, στη χώρα μας είμαστε ειδικοί στο να χάνουμε ολόκληρες δεκαετίες συζητώντας ακαδημαϊκά αν, για παράδειγμα, η λέξη ανταγωνιστικότητα γράφεται με ωμέγα ή με όμικρον. Και μέχρι να βρούμε πως γράφεται,  καταφέραμε να μην αποκτήσουμε ποτέ ανταγωνιστικότητα…

Με τούτα και με κείνα καταφέραμε πάλι να χάσουμε έξη ολόκληρα χρόνια συζητώντας για την βιωσιμότητα του  χρέους και “διαπραγματευόμενοι” με τους εταίρους μας, τους “κουτόφραγκους”, οι οποίοι έχουν μείνει κυριολεκτικά άφωνοι από την πρόθεση όλων σχεδόν των κυβερνήσεων της κρίσης, να “παίζουν κατενάτσιο” και καθυστέρηση, χωρίς καμία διάθεση για ουσιαστικές αλλαγές στα κακώς κείμενα και στις γενεσιουργές αιτίες του χρέους και των άλλων δεινών της Ελληνικής οικονομίας.

Τα αίτια γι’ αυτή την στάση είναι πολιτικά και θα αναφερθούμε σ’ αυτά εν συντομία στο τέλος. Εξάλλου, έχουμε πολλές φορές υποστηρίξει ότι το πρόβλημα της χώρας μας δεν είναι  κατά βάσιν οικονομικό, αλλά είναι βαθύτατα κοινωνικό και πολιτικό.

Στην Ελλάδα της κρίσης, οι πολιτικές παρατάξεις έχουν χωρισθεί σε δυο βασικές κατηγορίες, που αλληλοαποκαλούνται  “δήθεν επαναστάτες” και “προδότες – γερμανοτσολιάδες”. Οι μεν πρώτοι πιστεύουν πως το χρέος μπορεί να εξαφανισθεί δια μαγείας αν το καταραστούμε και του προσδώσουμε ωραίους χαρακτηρισμούς, όπως “επονείδιστο”, ”καταχρηστικό”, “παράνομο ” και άλλα παρόμοια. Η δεύτερη κατηγορία, αντιθέτως, πιστεύει ότι η τακτική της σύγκρουσης με τους εταίρους μας δεν είναι η κατάλληλη για την έξοδο από τα μνημόνια και την επιστροφή στην οικονομική ανάκαμψη.

Δεν μπορώ να αποφύγω έναν παραλληλισμό μεταξύ της σημερινής πολιτικής σκηνής της κρίσης με τα όσα διαδραματίσθηκαν πριν από ένα τέταρτο του αιώνα, σχετικά με το μακεδονικό, στη χώρα μας. Και τότε είχαμε ένα αντίστοιχο πολιτικό σκηνικό, με προεξάρχοντες από τη μια μεριά τους Αντ. Σαμαρά, Στ. Παππαθεμελή και μητροπολίτη Άνθιμο οι οποίοι  έπαιζαν τους δήθεν επαναστάτες και από την άλλη υπήρχε ένας αριστερός ηγέτης, ο Λεωνίδας Κύρκος, ο οποίος ευθαρσώς και τεκμηριωμένα υποστήριξε την αποδοχή του πακέτου Πινέιρο (1992), προβλέποντας ότι με την μαξιμαλιστική  πολιτική της άρνησης θα αναγνωρισθεί η γείτων χώρα με το όνομα Μακεδονία. Τελικώς, έχουμε συνειδητοποιήσει ποια ήταν η σωστή στρατηγική που έπρεπε να ακολουθήσουμε στο συγκεκριμένο θέμα, η ακόμα εθελοτυφλούμε? “Ο κόσμος το ‘χει τούμπανο κι’ εμείς κρυφό καμάρι”….

Σίγουρα όλοι θα προτιμούσαμε να μην υπάρχει χρέος. Όμως, υπάρχει. Και είναι πολύ υψηλό. Από το σημείο που το χρέος, ανεξαρτήτως του εάν είναι βιώσιμο η μη, είναι υπαρκτό, ξεκινούν δυο άξονες. Ο ένας είναι το να διερευνήσουμε γιατί υπάρχει, να βρούμε τις πραγματικές του αιτίες και να τις εξαλείψουμε. Ο δεύτερος άξονας έχει να κάνει με τη διαχείριση του.

Το ζητούμενο δεν είναι η βιωσιμότητα του χρέους, αλλά η βιωσιμότητα της οικονομίας. Το χρέος αποτελεί μια μόνον παράμετρο για την βιωσιμότητα της οικονομίας. Υπάρχουν και άλλες πολύ σημαντικές παράμετροι, οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με το χρέος και εξαρτώνται πολύ λιγότερο από το χρέος, παρά το χρέος απ’ αυτές. Εξάλλου, η εξυπηρέτηση του χρέους είναι σε μεγάλο βαθμό προσχεδιασμένη από τους εταίρους μας και δεν τους απασχολεί σοβαρά. Τους απασχολούν οι άλλες μεταβλητές βιωσιμότητας της Ελληνικής οικονομίας, από τις οποίες εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό το χρέος. Και είναι αυτές οι οποίες δεν απασχολούν καθόλου ούτε την μία πλευρά αλλά ούτε και την άλλη.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αποσαφηνίσουμε ότι καμία από τις δυο προαναφερθείσες πολιτικές πλευρές δεν ενδιαφέρεται σοβαρά να διερευνήσει τα βαθύτερα αίτια που δημιούργησαν το χρέος, δηλαδή τον πρώτο από τους δυο άξονες που αναφέραμε πριν. Η μόνη τους διαφορά έγκειται στον δεύτερο άξονα, δηλαδή στον τρόπο διαχείρισης του χρέους. Συγκεκριμένα, η μία πλευρά επιθυμεί τη μετωπική σύγκρουση με τους εταίρους διαγράφοντας το χρέος μονομερώς, ενώ η άλλη προτιμά την σύγκλιση και συνδιαλλαγή μαζί  τους.

Σχετικά με την πρώτη περίπτωση, δηλαδή την μετωπική σύγκρουση και την μονομερή διαγραφή του χρέους, επιχειρούμε την περιγραφή μιας υποθετικής κατάστασης η οποία προσομοιάζει με το συγκεκριμένο θέμα. Έστω ότι έχεις ενοικιάσει το διαμέρισμα σου σε κάποιον “άτυχο” πατέρα, ο οποίος βρίσκεται σε αδυναμία να σου καταβάλλει τα ενοίκια επειδή ο άσωτος υιός του κατασπατάλησε όλες τους τις οικονομίες. Και μάλιστα, προς επίρρωση αυτού, συγκαλείτε η γενική συνέλευση της πολυκατοικίας και εκφράζει την συμπαράσταση της στον “άτυχο” πατέρα. Αλήθεια, εσύ σαν εκμισθωτής που κάνεις το δικό σου κουμάντο στην περιουσία σου και έχεις τις δικές σου οικονομικές υποχρεώσεις, θα του έδινες άφεση χρέους έτσι αβασάνιστα? Και εν πάση περιπτώσει, αν συμβεί κάτι τέτοιο με την Ελλάδα και αύριο η Ελλάδα ως χώρα του ευρώ, απαλλαγμένη από το πρόβλημα του χρέους, το οποίο της χαρίστηκε ή μονομερώς διέγραψε η ίδια, πως θα αντιμετωπίσει ένα αίτημα, για παράδειγμα, της Σλοβενίας, η οποία, έχουσα σοβαρά οικονομικά προβλήματα και υπερμέγεθες χρέος απαιτήσει από τους εταίρους της την ίδια αντιμετώπιση που είχε η Ελλάδα? Και σ’ αυτήν την περίπτωση η Ελλάδα, η οποία συμμετέχει στον γνωστό μηχανισμό σταθερότητας, όπως οφείλει ως μέλος της ευρωζώνης, θα χαρίσει 20 δις ευρώ στην Σλοβενία? Που σταματάει αυτό το γαϊτανάκι? Η μήπως η διαγραφή του χρέους απαιτούμε να γίνει μόνο για εμάς, κατ’ εξαίρεσιν, λόγω της συμβολής των αρχαίων ημών προγόνων στα γράμματα και στις τέχνες?

Μάλλον είναι ώρα να σοβαρευτούμε σ’ αυτή τη χώρα, γιατί δεν είναι απλώς αργά, είναι, δυστυχώς, πολύ αργά. Έχουμε ήδη διαβεί τον Ρουβίκωνα και από εδώ και πέρα όλα είναι δυνατόν να συμβούν, ακόμα και τα πιο ευφάνταστα αρνητικά σενάρια.  Οι ασύμμετρες απειλές καραδοκούν…

Η καθαρά ακαδημαϊκή, λοιπόν, συζήτηση για την βιωσιμότητα του χρέους, δεν αποτελεί προτεραιότητα. Αυτό που είναι σημαντικό και μας ενδιαφέρει είναι το κατά πόσον το χρέος επηρεάζει την οικονομική και κοινωνικο-ψυχολογική πλευρά της ζωής μας. Από το υπερμέγεθες χρέος της χώρας μας επηρεαζόμαστε κατά δυο τρόπους.

  1. Από το πως εξυπηρετείται το χρέος, δηλαδή από το ύψος των τόκων που επιβαρύνουν τα οικονομικά της χώρας κάθε χρόνο και
  2. Από το γεγονός ότι η υπερχρέωση είναι ένας από τους παράγοντες που επιδεινώνουν το κλίμα εμπιστοσύνης στην οικονομία. Η εμπιστοσύνη στην οικονομία αποτελεί σίγουρα έναν πολύ σοβαρό παράγοντα ο οποίος συσχετίζεται με διάφορους άλλους σημαντικούς παράγοντες, όπως η έξοδος στις αγορές, η ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος, το κόστος του χρήματος για τις επιχειρήσεις, η προσέλκυση επενδύσεων κ.α. Η εμπιστοσύνη εξαρτάται μεν από το δημόσιο χρέος, αλλά το χρέος δεν αποτελεί για τη χώρα μας τον κύριο και καθοριστικό παράγοντα της έλλειψης εμπιστοσύνης. Μην ξεχνάμε ότι η υπερχρέωση της Πορτογαλίας δεν ήταν ο μόνος παράγοντας που την οδήγησε εκτός αγορών, αλλά ούτε και την εμπόδισε στη συνέχεια να επιστρέψει στις αγορές. Επίσης, η υπερχρέωση της Ιρλανδίας δεν την εμπόδισε να επιτύχει στην διετία 2013-2014 εντυπωσιακή οικονομική μεγέθυνση της τάξης του 13%. Ακόμα και η χώρα μας με αρκετά υψηλότερο χρέος από τις δυο προαναφερθείσες χώρες, έφθασε πολύ κοντά στην έξοδο στις αγορές, το 2014.

Ποιοι είναι, λοιπόν, οι παράγοντες εξαιτίας των οποίων η χώρα μας βολοδέρνει τα τελευταία χρόνια και δεν μπορεί να  “βρει περπατησιά”? Δεν είναι μόνον τα λάθη και οι παραλήψεις των εκάστοτε κυβερνήσεων. Τα αίτια για το δράμα που περνάει η χώρα μας είναι πολύ βαθύτερα και σοβαρότερα από το να αποδοθούν απλά στην υπερχρέωση. Επειδή το θέμα είναι πολύ σοβαρό και απαιτεί αντίστοιχη ανάλυση, η οποία απαιτεί άπλετο χώρο, επιχειρούμε μια  περιληπτική σκιαγράφηση του θέματος, ελπίζοντας σε σύντομο χρονικό διάστημα να επανέλθουμε με μια πιο αναλυτική προσέγγιση.

Σε μια εργασία του Έλληνα καθηγητή  Αριστείδη Χατζή που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “The Furure of the European Union” του Ελσίνκι τον Απρίλιο του 2014,παρουσιάζονται οι θεσμικές προϋποθέσεις για την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας και γίνεται ειδική αναφορά και ανάλυση για την περίπτωση της Ελλάδας. Και άλλοι, όμως, Έλληνες ακαδημαϊκοί, φιλόσοφοι και ερευνητές έχουν ασχοληθεί με θέματα που άπτονται του ελληνικού προβλήματος, όπως οι Θοδωρής Πελαγίδης και Μιχ. Μητσόπουλος, ο Νικηφόρος Διαμαντούρος, οι Θάνος Βερέμης και Γιάννης Κολλιόπουλος, ο Χριστόφορος Μαντζαβίνος, ο Πέτρος Γέμτος και άλλοι.  Σταχυολογώ, λοιπόν και παρουσιάζω επιγραμματικά κάποια πολύ ενδιαφέροντα, κατά τη γνώμη μου, σημεία:

Σύμφωνα με τον μεγάλο Αμερικανό οικονομολόγο και πολιτικό επιστήμονα Mancur Olson (Dixit & Olson 1996), για να αναπτυχθεί μια χώρα θα πρέπει να ισχύσουν τρεις τουλάχιστον προϋποθέσεις: να έχει ανοικτές αγορές, να πλαισιώνονται αυτές από θεσμικό πλαίσιο κατάλληλο για οικονομική ανάπτυξη (με τις κατάλληλες δηλαδή θεσμικές και συνταγματικές δομές) αλλά και να διαθέτει ελίτ που να κατανοούν τις οικονομικές έννοιες. Και στις τρεις προϋποθέσεις η χώρα μας εμφανίζει σοβαρότατες ελλείψεις και προβλήματα. 

Η Ελλάδα δεν διαθέτει ελεύθερη ανταγωνιστική αγορά, ούτε «ανοικτούς», καλής ποιότητας, θεσμούς. Κατόρθωσε να αναπτυχθεί στρεβλά με κακής ποιότητας «κλειστούς» θεσμούς. Όταν αυτή η ανάπτυξη έφτασε στα όρια της (με θρυαλλίδα την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 και την ευρωπαϊκή κρίση κρατικού χρέους του 2010) η χώρα μας έπρεπε να απελευθερώσει την οικονομία της και να υιοθετήσει επειγόντως ανοικτούς θεσμούς. Η αδυναμία των ελληνικών κυβερνήσεων να υιοθετήσουν και να εφαρμόσουν απαραίτητες και επείγουσες δομικές μεταρρυθμίσεις οφείλεται ακριβώς στη ‘’θεσμική παγίδα του μεσαίου εισοδήματος’’.

Η παγίδα αυτή έχει ονομαστεί από τον Daron Acemoglu: θεσμική παγίδα του μεσαίου εισοδήματος (middle income institutional trap) γιατί πλήττει κυρίως κράτη που έχουν επιτύχει ένα μεσαίο (κοντά δηλαδή στο διεθνή μέσο όρο) κατά κεφαλήν εισόδημα μετά από μια περίοδο υψηλής, ορισμένες φορές, ανάπτυξης, που βασίστηκε όμως σε κλειστούς θεσμούς και σε ένα κορπορατιστικό μοντέλο με ισχυρά κρατικοδίαιτα μονοπώλια και ολιγοπώλια, με εισαγωγή τεχνολογίας και ανύπαρκτη καινοτομία, έμφαση στην εσωτερική αγορά και ελάχιστες εξαγωγές. Η οικονομία αυτή σχεδόν πάντα συνοδεύεται από υψηλούς δείκτες ανισότητας. Η ανισότητα αυτή δημιουργεί βέβαια μεγάλη ανάγκη (και ζήτηση) για αναδιανομή που την ικανοποιεί όμως ένα πελατειακό σύστημα που κυρίως προστατεύει ορισμένες ισχυρές ομάδες πίεσης και όποια/ον εργάζεται με οποιονδήποτε τρόπο για το κράτος.

Μέχρι ένα σημείο η ανάπτυξη και η αναδιανομή που πετυχαίνει το πελατειακό σύστημα κρατά ικανοποιημένη την κοινωνία. Φτάνει όμως στα όριά του: σε μια ισορροπία τρόμου και ταυτόχρονα αποχαύνωσης (limbo state). Αν παραμείνει ακίνητο, το σύστημα θα καταρρεύσει. Αλλά δεν μπορεί να εξελιχθεί γιατί οι ισχυρές ομάδες πίεσης (όσες/οι ωφελούνται από τους κλειστούς θεσμούς), δεν επιτρέπουν τις μεταρρυθμίσεις, εμποδίζουν την είσοδο σε νέες επιχειρήσεις, δημιουργούν αντικίνητρα για την καινοτομία, συνεχίζουν να πιέζουν για να διαιωνιστεί το σύστημα που επιβραβεύει την προσοδοθηρία, την αναδιανομή υπέρ των ισχυρών ομάδων πίεσης και την κρατική παρέμβαση προς όφελος των πολιτικά διαπλεκόμενων.

Η θεσμική αυτή παγίδα είναι εξαιρετικά επικίνδυνη όπως το παράδειγμα της Ελλάδας αποδεικνύει. Διότι η Ελλάδα αποτελεί ένα από τα καλύτερα παραδείγματα θεσμικής παγίδευσης.

Σύμφωνα με όλες τις διεθνείς κατατάξεις η Ελλάδα έχει την περισσότερο κλειστή οικονομία στην Ευρωπαϊκή Ένωση και μια από τις λιγότερο ελεύθερες οικονομίες στην Ευρώπη [Index of Economic Freedom (2015) 130η στις 178 χώρες, Global Competitiveness Report (2014-5): 81η στις 144, Χαρακτηρίζεται δε ως μια οικονομία περισσότερο ανελεύθερη παρά ελεύθερη. Έχει μάλιστα τα χαρακτηριστικά εκείνου τους είδους οργάνωσης της οικονομίας που ονομάζεται «παρεο-κρατικός καπιταλισμός» (crony capitalism).

Παρεο-κρατικός καπιταλισμός είναι το είδος οικονομικής οργάνωσης που βασίζεται σε ένα κορπορατιστικό μοντέλο, με μεγάλες ισχυρές επιχειρήσεις που λειτουργούν μονοπωλιακά ή ολιγοπωλιακά υπό την προστασία της κρατικής εξουσίας εμποδίζοντας τον ανταγωνισμό και ελέγχοντας ακόμα και τις ρυθμιστικές αρχές. Οι ισχυρές επαγγελματικές ομάδες (που προστατεύονται από τη νομοθεσία περί κλειστών επαγγελμάτων) και τα ισχυρά συνδικάτα του δημόσιου τομέα απολαμβάνουν την κρατική προστασία εις βάρος των καταναλωτών και των εργαζομένων στον ατροφικό ιδιωτικό τομέα. Σ’ αυτό το μοντέλο (που περιγράφει με ακρίβεια την Ελλάδα, βλ. Πελαγίδης & Μητσόπουλος 2006) το κράτος πρόνοιας αντί να αποτελεί δίχτυ ασφαλείας για τους αδύναμους μετατρέπεται σε λάφυρο για τις ισχυρές ομάδες πίεσης (Hatzis 2012). Είναι επιπλέον αναποτελεσματικό καθώς, ανεξάρτητα από τον όγκο των κοινωνικών μεταβιβάσεων η φτώχεια μειώνεται ελάχιστα ενώ η αναδιανομή ωφελεί τους ισχυρούς. Π.χ. στην περίπτωση της Ελλάδας, το 2011 οι κοινωνικές παροχές στο υψηλότερο εισοδηματικά 20% ήταν παραπάνω από τριπλάσιες από εκείνες προς το χαμηλότερο εισοδηματικά 20%.

Στο σημαντικότερο έργο που έχει δημοσιευθεί πρόσφατα για τους θεσμούς, οι συγγραφείς Daron Acemoglu και James Robinson (2012) κάνουν μια κρίσιμη διάκριση μεταξύ «κλειστών» (extractive) και “ανοικτών” (inclusive) θεσμών. Με απλά λόγια οι «κλειστοί» είναι κακής ποιότητας θεσμοί γιατί αυτό που επιτυγχάνουν είναι να αναδιανέμουν τον πλούτο υπέρ μιας ισχυρής ελίτ. Αντίθετα οι «ανοικτοί» θεσμοί είναι οι καλής ποιότητας θεσμοί που είναι απαραίτητοι για την οικονομική ανάπτυξη, είναι δίκαιοι, ενισχύουν τη συμμετοχή και επιπλέον διαχέουν τον παραγόμενο πλούτο στην κοινωνία. Οι κλειστοί θεσμοί περιλαμβάνουν βέβαια ένα ατροφικό Κράτος Δικαίου που αδυνατεί να εξασφαλίσει την τάξη (order).

Πολύ συχνά τα καθεστώτα με κλειστούς θεσμούς είναι αυταρχικά ή μη-φιλελεύθερες δημοκρατίες (illiberal democracies). Σε ορισμένες περιπτώσεις είναι ή έχουν χαρακτηριστικά «αποτυχημένου κράτους» (failed state) όταν η ατροφία βασικών θεσμών, η κυρίαρχη ανομία και η παντελής έλλειψη τάξης οδηγεί σε ένα καθεστώς αναρχίας με πολυδιάσπαση της εξουσίας και σχηματισμό πολλών αυτόνομων πυρήνων εξουσίας με φεουδαρχική δομή. Προφανώς στους κλειστούς θεσμούς περιλαμβάνεται η ατελής προστασία των περιουσιακών δικαιωμάτων, η μη εφαρμογή των συμβάσεων από τα δικαστήρια και τα εμπόδια στην είσοδο (barriers to entry) που εμποδίζουν τον ανταγωνισμό και προστατεύουν μονοπώλια και ολιγοπώλια εις βάρος των καταναλωτών, καθώς και η  πολυνομία και το πολύπλοκο και κακής ποιότητας ρυθμιστικό περιβάλλον.

Το τι περιλαμβάνουν οι ανοικτοί θεσμοί είναι βέβαια αναμενόμενο (περίπου ό,τι περιγράψαμε παραπάνω): καλή προστασία της ιδιοκτησίας και των περιουσιακών δικαιωμάτων, εφαρμογή των συμβάσεων, αποτελεσματική δικαιοσύνη, ελεύθερες ανταγωνιστικές αγορές, καλής ποιότητας ρυθμίσεις, απουσία εμποδίων για τις νέες επιχειρήσεις, δημόσιες υπηρεσίες απαραίτητες για την ανάπτυξη ώριμης αγοράς, πρόσβαση στην εκπαίδευση και τις ευκαιρίες για τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών. Όλα αυτά μέσα σε ένα πλαίσιο Κράτους Δικαίου και τάξης.

Τέλος, σχετικά με την τρίτη προϋπόθεση για την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας, δηλαδή ότι θα πρέπει να διαθέτει ελίτ που να κατανοούν τις οικονομικές έννοιες, όλα τα στοιχεία, η  εμπειρία αλλά και πρόσφατη μελέτη επιβεβαιώνουν την ύπαρξη οικονομικού αναλφαβητισμού και πολιτικής άγνοιας όχι μόνον της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και ενός μεγάλου μέρους των οικονομικών ελίτ της Ελλάδας.

Τα αίτια γι’ αυτήν την κατάσταση είναι βαθύτερα και ανάγονται σε ιστορικούς, κοινωνιολογικούς και ψυχολογικούς λόγους. Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με αυτά. Είναι, όμως, λογικό, ότι για να θεραπεύσουμε ριζικά τα κακώς κείμενα στην νεοελληνική κοινωνία, πρώτα θα πρέπει να θεραπεύσουμε τα αίτια που δημιουργούν τα προβλήματα. Και, βεβαίως, πριν απ’ όλα, να μάθουμε να ξεχωρίζουμε το σύμπτωμα από το πρόβλημα. Το χρέος δεν αποτελεί παρά ένα παρασύμπτωμα, ούτε καν σύμπτωμα, σε σχέση με άλλα σοβαρότερα και σημαντικότερα συμπτώματα. Και, βεβαίως, δεν αποτελεί  αιτία  για την οικονομική και κοινωνική κατάντια της Ελλάδας.

Συνεχίζουμε λοιπόν να πιστεύουμε ότι η συζήτηση για το χρέος αποτελεί προτεραιότητα για την Ελλάδα?

Πλάτων Θωμάς, M.Sc.

Σύμβουλος Επιχειρήσεων σε θέματα Μάρκετινγκ,

Πιστοποιημένος Εκπαιδευτής και Συγγραφέας

Βιβλιογραφία

  1. Acemoglu, Daron & James A. Robinson. 2012. “Why Nations Fail: The Origins of Power, Prosperity and Poverty.” New York: Random House.
  2. Hatzis, Aristides N. 2012. “Greece as a Precautionary Tale of the Welfare State.” In After the Welfare State. Edited by Tom G. Palmer. Washington, DC: Atlas Economic Research Foundation. pp. 21-30.
  3. Olson, Mancur, 1982. “The Rise and Decline of Nations. New Haven”, CT: Yale University Press.
  4. Βερέμης Θάνος & Γιάννης Κολιόπουλος. 2006. “Ελλάς. Η Σύγχρονη Συνέχεια: Από το1821 μέχρι Σήμερα.” Αθήνα: Καστανιώτης.
  5. Διαμαντούρος Νικηφόρος. 2006. Οι Απαρχές της Συγκρότησης Σύγχρονου Κράτους στην Ελλάδα (1821-1828). Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
  6. Πελαγίδης Θοδωρής & Μιχάλης Μητσόπουλος. 2006. Ανάλυση της Ελληνικής Οικονομίας: Η Προσοδοθηρία και οι Μεταρρυθμίσεις. Αθήνα: Παπαζήσης.
  7. Χατζής, Αριστείδης Ν. 2012γ. «Πολιτική Χωρίς Ρομαντισμό: Διανεμητικές Συσπειρώσεις και Προσοδοθηρία.» Στο Το Δημόσιο Δίκαιο Σε Εξέλιξη: Σύμμεικτα Προς Τιμήν του Καθηγητού Πέτρου Ι. Παραρά. Αθήνα-Κομοτηνή: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα. Σελ.1121-1136.

 

 

Σετικά άρθρα
Creative People

Τελευταία Νέα