Το Μάρτιο του 1932 δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μπουκέτο μια συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο Κώστας Βάρναλης στον Γιώργο Κοτζιούλα (1909-1956) υπό τον τίτλο «Μία ώρα με τον κ. Κώστα Βάρναλη». Στο εισαγωγικό κείμενό του ο Κοτζιούλας, ηπειρώτης λογοτέχνης, θεατρικός συγγραφέας και κριτικός, έγραφε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
[…] Ο Βάρναλης δεν αντιπροσωπεύει και δεν πραγματοποιεί μονάχα μια απλή ποιητική αναζήτησι, από τις πολύ φυσικές και συνηθισμένες στην ιστορία της τέχνης, αλλά βρίσκεται επικεφαλής —στον τομέα βέβαια της ιδικής του ασχολίας— ενός κινήματος με γενικώτερη σημασία και με απροσδιόριστα ακόμη αποτελέσματα.
Γι’ αυτό και οι σημερινοί νέοι, οι φυσικοί σημαιοφόροι και πρόμαχοι κάθε καινούργιας ιδέας, καλλιτεχνικής ή κοινωνικής, που δεν έπιασε ακόμη ρίζες μες στο χώμα, αναγνωρίζουν στον ποιητή του «Καλού πολίτη» τον αποκλειστικό ποιητή τους, μ’ ένα φανατισμό ολότελα νεανικό, φτάνοντας κάποτε ως την αδικία με το να μην παραδέχωνται κανέναν άλλον επί γης.
Οι «Μοιραίοι» του, που μες στους καπνούς και τις βρισιές της υπόγειας ταβέρνας κλαίνε την τύχη τους κι’ ανιστοράνε τις κακομοιριές των, έχουν γίνει ένα από τα δημοτικώτερα ποιήματα της νέας γενεάς κι’ έχουν ανυψωθεί σε αληθινό σύμβολο, μολονότι, εδώ που το ’φερε ο λόγος, δεν πρόκειται παρά για ένα ποίημα με μέτρια τεχνική αξία, από τα παλιότερ’ άλλωστε του ποιητή.
Ακολουθούν αποσπάσματα από το διάλογο των δύο ανδρών, με τον Κοτζιούλα να θέτει τα ερωτήματα και τον Βάρναλη να του απαντά πρόθυμα και ευγενικά:
— Εκάνατε καθηγητής στο γυμνάσιο, του λέω, δυναμώνοντας όμως τη φωνή μου, γιατί, καθώς είχα μάθει και καθώς ξέρουνε πολλοί, ο ποιητής πάσχει από βαρυκοΐα.
— Ναι, κάθισα κάμποσα χρόνια. Όταν όμως έβγαλα το «Φως που καίει», μ’ έδιωξαν για τα φρονήματά μου. Είμουνα τότε όταν συστήθηκε η Παιδαγωγική Ακαδημία με διευθυντή το Γληνό, καθηγητής της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αλλά ύστερ’ από ένα χρόνο καταργήθηκε κι’ αυτή η σχολή.
— Τι εντυπώσεις σάς έχουν μείνει από το σκολειό; Ευχάριστες, δυσάρεστες; Πώς τα πηγαίνατε με τα παιδιά;
— Α, τα παιδιά μ’ αγαπούσανε πάντα. Μ’ αγαπούσανε, αλλά μαζί και με υπέβλεπαν, όπως συμβαίνει μ’ όλους τους δασκάλους. Έτσι γίνεται με τα παιδιά. Μπορεί να σ’ έχουν στην καρδιά τους, αλλά την ίδια στιγμή θέλουν να σου βγάλουν το μάτι. Προσπαθούν να βρουν το πάτημά σου και, μόλις κάνεις να γυρίσης λιγάκι, αρχίζουν την κοροϊδία. Καλά είνε τα παιδιά, αλλά εγώ δεν θα μπορούσα να ξαναγυρίσω κοντά τους, με το κουσούρι που έχω. Αν ήσαν λίγα, καμμιά δεκαριά, ή μεγάλα και δεν εχρειάζονταν εξετάσεις, κάτι γινόταν. Έτσι όμως… Α, κι’ ένα άλλο. Τα παιδιά ως ένα διάστημα είνε καλά. Πέρα όμως απ’ τα δώδεκα, τα δεκατρία χρόνια αρχίζουν να γίνωνται Έλληνες, ψεύτες, πατριώτες, κι’ άσ’ τα…
[…]
— Μείνατε πολύ στη Βουλγαρία;
— Καλύτερα να ’μενα για πάντα, να μην ερχόμουν ποτέ στην Ελλάδα, μου απαντά με πίκρα και με κάποια αποστροφή στο πρόσωπό του, που είνε σχεδόν αναπόσπαστη από την έκφρασί του κι’ έχει βάλει, θαρρείς, τη σφραγίδα της απάνω του. Φεύγοντας από κει (σ.σ. από τον Πύργο της Βουλγαρίας, όπου είχε γεννηθεί από Έλληνες εγκατεστημένους εκεί) πήγα στη Φιλιππούπολι και τελείωσα το γυμνάσιο. Κατόπιν ήρθα στην Αθήνα και γράφτηκα στο πανεπιστήμιο όπου παρακολούθησα και πήρα δίπλωμα φιλολογίας.
— Θυμάστε τίποτε από τότε;
— Ένα μηδενικό που μου ’βαλε ο Μιστριώτης. Οι καθηγητές ήσαν και τότε χωρισμένοι σε κόμματα. Άμα λοιπόν ο φοιτητής πήγαινε με το μέρος του ενός, ο άλλος τον κατάτρεχε. Έτσι κι’ εγώ πήρα το μηδενικό από το Μιστριώτη, επειδή στους αντιπάλους του είχα καλούς βαθμούς. Δούλευαν και τότε οι χαφιέδες στο πανεπιστήμιο…
— Κάνατε καθόλου ταξείδια;
— Ναι, πέρασα δυο-τρία χρόνια στο Παρίσι. Στην αρχή είχα πάει με υποτροφία. Κόπηκε όμως και γύρισα. Αλλά ξαναπήγα αργότερα, πριν από πεντέξη χρόνια. Παρακολούθησα και μαθήματα αισθητικής και νεοελληνικής, από τον Μπας και…
— Τον Περνώ! συμπληρώνω.
— Α, τον έχετε ακουστά; Σπουδαίος κι’ αυτός. Μέγα μηδενικόν!
Προσέχω πως ο Βάρναλης, κάθε φορά που θέλει να ειρωνευτεί ή να σαρκάσει, αντί να κάμει μορφασμούς και χειρονομίες ή να φωνάξει δυνατά σαν τους άλλους, περιορίζεται να ρίχνει καμμιά καθαρευουσιάνικη λέξι, διατηρώντας πάντα αμετάβλητο το στεγνό κι’ αγέλαστο πρόσωπό του, με τις ζωηρές κιόλας ζάρες και με τα ψαρά μαλλιά.
— Πώς σας εφάνηκε το Παρίσι;
— Πολύ ωραία πόλις. Έχει απ’ όλα. Φαγιά, κρασί, γυναίκες…
— Κάνατε παρέα με Γάλλους;
— Προπάντων με… Γαλλίδες!
— Εδώ πέρα;
— Εδώ είνε απελπισία. (Και παίρνει τον κατήφορο). Εδώ δεν μπορεί κανείς ούτε να ζήση. Οι καλλιτέχνες είνε σκλάβοι, η θέσι τους φοβερή… Για να δημιουργήσης, χρειάζεται να ’χης άνεσι και κέφι, να περνάς μια ζωή «οτσιόζαμ» (σ.σ. otiosam), τεμπέλικη, όπως λεν κι’ οι Λατίνοι. Και πότε στο διάβολο να γράψης και να διαβάσης, όταν δουλεύεις οχτώ-εννιά ώρες την ημέρα, στη σύνταξι των λεξικών, δουλειά πληρωμένη; Το λογοτεχνικό βιβλίο δεν πουλιέται, θα το δουν δέκα άνθρωποι. Μην κυττάτε μένα που έχω κάποια φίρμα και μ’ αγοράζουν. Εδώ οι λογοτέχνες, για να μπορέσουν να προκόψουν, ή διορίζονται σε δημόσιες θέσεις καλές ή γίνονται συγγραφείς… διδακτικών βιβλίων. Ναι, ναι, αυτά έχουν πέρασι σήμερα κι’ αυτή είνε η αλήθεια…
— Και σεις πώς ζήτε;
— Δεν σας είπα; Στα λεξικά! Πότε στο ένα, πότε στο άλλο, πότε μόνιμος, πότε αναπληρωματικός…
— Και δεν απελπίζεστε;
— Βέβαια. Ελπίζω όμως κάποτε. Λέω πως κάτι μπορεί να γίνη. Αν και μεις δε θα δούμε τίποτε. Αγωνιζόμαστε για τους αυριανούς, για τα παιδιά μας… Που λέτε, ένας άνθρωπος, στη σημερινή κοινωνία, μονάχα κατά δύο τρόπους μπορεί να συντηρηθή, ή κλέπτων ή ψευδόμενος. Εγώ προτίμησα το δεύτερο. Και δουλεύω στα λεξικά από το πρωί ως το βράδυ…
— Και πότε γράφετε;
— Μα δε γράφω… Γιατί να γράψω; Για τη δόξα; Αφού δε βγαίνουν χρήματα…
— Και όμως σκοπεύετε να ξαναβγάλετε το «Φως που καίει».
— Ναι, ολότελα διορθωμένο κι’ αλλαγμένο, αλλιώτικο απ’ το πρώτο. Το βγάζω όμως για παράδες. Αν δεν ήταν γι’ αυτό, τι χρειαζόταν; Και στίχους δεν ξανάγραψα πια ύστερ’ απ’ τους «Σκλάβους πολιορκημένους». Γιατί να τους γράψω; Για να λέγωμαι από άλλους μέγας, από άλλους ελάχιστος, καλύτερος από τον έναν, χειρότερος από τον άλλον;
Ο τόνος της φωνής του παίρνει σε αυτό το σημείο μιαν ειλικρίνεια συγκινητική, σχεδόν τραγική. Κι’ αληθινά, δεν είνε δύσκολο να καταλάβης, άμα τον ζυγώσης, πως αυτός ο περιγελαστής και σαρκαστής, που χαχανίζει για να μην κλάψη, είνε ένας άνθρωπος τραγικός κι’ αληθινός όσο λίγοι του καιρού μας.
— Και την «Αληθινή απολογία του Σωκράτη», συνεχίζει, την έβγαλα μονάχα για να κερδίσω και να βρίσω… Έτσι κάνει ο τεχνίτης. Βγάζει με το έργο το άχτι του. Κι’ έπειτα έρχεται η δόξα, όταν είνε να ’ρθη. Αλλά και πάλι, αν υποτεθεί πως διακρίνεσαι, έρχεται άλλος και σε σκεπάζει. Και στο τέλος ο θάνατος…
— Κάποτε είχατε κάμει στον «Παρνασσό» μια ομιλία για το Βιζυηνό. Τι απόγινε;
— Την έκανα κομμάτια. Ήταν όλο ενθουσιασμούς και ρομαντισμούς. Το ίδιο κάνω για όλα μου τα παληά. Τρέμω μήπως βρεθεί στα χαρτιά μου κανένα απ’ τα υπολειπόμενα που να με ρεζιλέψει…
— Ώστε λογαριάζετε, βλέπω, την υστεροφημία…
— Όχι σαν μέλλον, σαν τμήμα του παρόντος.
— Έστω. Γράφατε πολύ νέος στίχους;
— Από μαθητής. Και τους δημοσίευα σ’ επαρχιακά φύλλα. Παν αυτοί πια…
[…]
— Μπορώ τώρα να σας ρωτήσω για μερικούς λογοτέχνας μας;
— Ό,τι θέλετε.
— Ποιους πεζογράφους εκτιμάτε;
— Τον Παπαδιαμάντη που είνε άφθαστος, το Βουτυρά που έχει τεράστιο ταλέντο, φτάνει να μην ανακατεύεται με… ουράνια θέματα, και από τους τελευταίους πολύ-πολύ το Μυριβήλη και το Βενέζη…
— Ποιητές;
— Α, να σας πω. Όταν ήρθα εγώ, βρήκα έτοιμες αυθεντίες, όπως τον Παλαμά, να πούμε… Είνε μεγάλη η σημασία του και για τ’ άλλα, αλλά προ πάντων για το δημοτικισμό. Έπειτα έκανα ταχτικά συντροφιά και κουβέντα με το Μαρτζώκη. Εκτιμώ ακόμα το Γρυπάρη, το Μαλακάση, τον Πορφύρα, τον Καβάφη, το Φιλύρα. Αυτούς όλους τους θαυμάζω, άλλον λιγώτερο, άλλον περισσότερο. Εδώ δεν υπάρχουν βαθμολογίες. Δεν είνε όπως το σκολειό, όπου η γυναίκα μου (σ.σ. η Δώρα Μοάτσου, καθηγήτρια γαλλικών και συγγραφέας) μετράει και βάζει — εννιά, εννιάμιση, πέντε, πεντέμιση…
Ο Βάρναλης και η Δώρα Μοάτσου στις Βερσαλλίες το 1919
— Για τον Καρυωτάκη, τι γνώμη έχετε;
— Μου αρέσει πάρα πολύ. Τον έχω μες στην καρδιά μου. Εκφράζει τις διαθέσεις μου…
Παραξενεύομαι και του το λέω.
— Μα κι’ εγώ είμαι απαισιόδοξος, απαντά. Με τη διαφορά ότι προχώρησα λίγο παρακάτω. Δε μπορούσα να βαστάξω αυτή τη δυστυχία κι’ έλεγα κάτι να ιδώ, να γελάσω τον εαυτό μου. Η διαφορά μεταξύ των δυο μας είνε μονάχα τυπική, όχι αξιολογική…
— Θα σας ρωτήσω ακόμα για δυο άλλους… συνομηλίκους σας, το Σικελιανό και τον Καζαντζάκη.
— Ο πρώτος έχει μέγα τάλαντον και μέγαν ταρταρινισμόν, έχει γράψει στίχους θαυμαστούς και στίχους αρλούμπες. Είνε φοβερά ασυγκέντρωτος και ακατάστατος. Όσο για τον άλλον… μηδέν τάλαντον. Ξέρει μονάχα και γράφει ωραία. Σαν τους παληούς Αλεξανδρινούς, τον Απολλώνιο το Ρόδιο…
Βρίσκω πως αρκετά βασάνισα τον ποιητή με την ανάκρισί μου, τον ευχαριστώ και τον αποχαιρετώ μαζί με την υποχρεωτική κυρία του. Πριν φύγω του ζητώ μια φωτογραφία και βάζει τη γυναίκα του να ψάξη.
— Αυτήν, αυτήν να του δώσης, όχι την άλλη… Αυτή με δείχνει γέρον… όπως και είμαι… Σαρανταοχτώ χρονών…
Ο λογοτέχνης Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε στον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας (νυν Μπουργκάς της Βουλγαρίας) στις 14 Φεβρουαρίου 1884 και απεβίωσε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 1974.
Στην κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου, ο Βάρναλης το 1956.