Υπήρχε αλήθεια θέατρο κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου σε περιοχές όπως η Κοκκινιά, η Δραπετσώνα, η Αγία Σοφία και τα Ταμπούρια στον Πειραιά; Πώς θα μπορούσαν να διασκεδάζουν οι ταλαιπωρημένοι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας που είχαν βρει καταφύγιο στις πιο υποβαθμισμένες περιοχές του Πειραιά εκείνης της εποχής;
Τα απλά και εύλογα αυτά ερωτήματα, προερχόμενα από φίλους, συναδέλφους και φοιτητές του καθηγητή Ιστορίας Θεάτρου στο Τμήμα Θεάτρου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Αντώνη Γλυτζουρή, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην υλοποίηση της τελευταίας ερευνητικής περιπέτειάς του, «Εις τα κέντρα της λησμονιάς – Θέατρο και Σινεμά στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς του Μεσοπολεμικού Πειραιά – Μια πρώτη επίσκεψη». Η πολύτιμη αυτή μελέτη που κυκλοφόρησε προσφάτως από τις εκδόσεις «αμολγός», παρουσιάστηκε προχθές στη Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά.
Στόχος της 260 σελίδων μελέτης είναι μια χαρτογράφηση της παρουσίας του θεάτρου και του κινηματογράφου στις προσφυγικές συνοικίες του μεσοπολεμικού Πειραιά, από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 ως την αυγή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το βιβλίο απευθύνεται σε «εκείνους που προσπαθούν να καταλάβουν πώς διασκέδαζαν οι πρόσφυγες στα μεσοπολεμικά θέατρα και σινεμά των πειραϊκών συνοικιών», όπως ανέφερε ο ερευνητής. «Οι πρόσφυγες έπρεπε να πάρουν οι ίδιοι πρωτοβουλίες για τη βελτίωση της καθημερινότητάς τους.
Ενώ δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν το ηλεκτρικό ρεύμα, μπορούσαν να στήσουν εστίες διασκέδασης και αυτό έκαναν» σημείωσε η Ελίζα-Αννα Δελβερούδη, ιστορικός Θεάτρου και Κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.
Ηθοποιοί από τη Σμύρνη
Το βιβλίο καλύπτει όλο το εύρος του θέματός του, από τις πρώτες θεατρικές εκδηλώσεις σε περιοχές όπως η Κοκκινιά (1923 – 1925) και τα Ταμπούρια, μέχρι την εξάπλωση του κινηματογράφου σε αυτές τις περιοχές.
Ο Γλυτζουρής ξεκινά δίνοντας μια εικόνα από τις θεατρικές και κινηματογραφικές εμπειρίες που κουβαλούσαν μαζί τους οι μικρασιάτες πρόσφυγες (υπάρχει π.χ., ειδικό κεφάλαιο για το θέατρο της Σμύρνης) όπως και για την κατάσταση που επικρατούσε στο ελληνικό θέατρο και σινεμά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1920.
Εν συνεχεία εξαπλώνεται στη θεατρική και κινηματογραφική κίνηση που αναπτύχθηκε στους προσφυγικούς συνοικισμούς του Πειραιά. Αναφέρεται σε ηθοποιούς που έχοντας έρθει από τη Σμύρνη εργάστηκαν σε προσφυγικούς συνοικισμούς του Πειραιά (ανάμεσά τους ο Ιωάννης Ζαφειρόπουλος, τα αδέλφια Κοντολέων, ο Νίκος Λώρης, η Φανή Σημηριώτη) και ενδιαφέρεται για την καταγραφή των συνθηκών εργασίες τους στις πρωτόγονες εκείνες συνθήκες.
Η ιστορία του θιάσου Χρυσοστομίδη, το θέατρο του οποίου στα Ταμπούρια είναι το μακροβιότερο του προσφυγικού Πειραιά, είναι ιδιαιτέρως συγκινητική. Οι αμέτρητες πηγές του Αν. Γλυτζουρή, ανάμεσα στις οποίες και βιογραφίες γνωστών ηθοποιών όπως ο Μίμης Φωτόπουλος και ο Ζαννίνο, αναφέρονται όλες στο τέλος του βιβλίου και αυτή η λίστα από μόνη της κινεί το ενδιαφέρον για περαιτέρω έρευνα.
Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζουν οι αναφορές στο επιχειρηματικό δαιμόνιο κάποιων επαγγελματιών του θεάτρου που για να αυξήσουν κάπως τα έσοδά τους απέφευγαν την πληρωμή των συγγραφικών δικαιωμάτων προκαλώντας ακόμα και την παρέμβαση της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων.
Για παράδειγμα, οι θίασοι που συγκροτούσε ο λαϊκός ηθοποιός, θιασάρχης και συγγραφέας Παναγιώτης Παναγόπουλος που δούλεψε στα Ταμπούρια και την Κοκκινιά, έπαιζαν κυρίως… δικές του διασκευές έργων όπως η Κυρα-Φροσύνη η Μαρία Μαγδαληνή ή ακόμα και η Κάρμεν, όπως και η Γκόλφω!
Οκτώ σινεμά στην Κοκκινιά
Στο κεφάλαιο για την ανάπτυξη του βωβού κινηματογράφου στις προσφυγικές συνοικίες ανάμεσα στα έτη 1923 – 1929 μαθαίνουμε για τη δράση αιθουσών όπως π.χ. οι Εκλαίρ, Αλάμπρα, Ηλιος και Νέα Σμύρνη στην Κοκκινιά όπου λειτουργούσαν – τουλάχιστον – οκτώ κινηματογραφικοί χώροι. Ο ομιλών κινηματογράφος εδραιώθηκε το 1931 όταν στα Ταμπούρια εγκαταστάθηκε το Παλλάς και στην Αγία Σοφιά το Ιντεάλ.
Στο πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο «Το Χόλιγουντ στον προσφυγικό Πειραιά» θα βρούμε λιστες με τίτλους ταινιών που προβλήθηκαν στη δεκαετία του 1930 στις προσφυγικές περιοχές, αλλά και για πόσο χρονικό διάστημα προβλήθηκαν.
Ανάμεσά τους το «Είμαι ένας δραπέτης» (1932) με τον Πολ Μιούνι, περιπέτειες του Ερολ Φλιν όπως «Η επέλασις της Ελαφριάς Ταξιαρχίας» (1937), «Κάπτεν Μπλουντ» (1935) και «Ρομπέν των Δασών» (1938), γουέστερν όπως ο «Εκδικητής» (Jesse James, 1939) με τον Χένρι Φόντα αλλά και ευρωπαϊκές επιτυχίες όπως ο «Τάφος του Ινδού» (1938).
Παράλληλα, ο ιστορικός μάς δίνει μια εικόνα από το εμπόριο που αναπτύχθηκε γύρω από την ψυχαγωγία, με τη δημιουργία μικρομάγαζων αλλά και το στήσιμο ενός πολύπλοκου δικτύου μαζικής λαϊκής κατανάλωσης της ψυχαγωγίας με την έκδοση λαϊκών φυλλάδων, περιοδικών ποικίλης ύλης κ.ά.
«Είναι ένα βιβλίο που ενώ αφορά τον θέατρο τον κινηματογράφο και τα θεάματα έχει λίγες φωτογραφίες» όπως πολύ σωστά επεσήμανε η ιστορικός κυρία Ευαγγελία Μπαφούνη, διευθύντρια Πολιτισμού Δήμου Πειραιά. «Και αυτό διότι δεν αφορά τις μεγάλες ντίβες, τα μεγάλα θέατρα.
Η φωτογραφία ήταν πανάκριβη εκείνη την εποχή.
Η δουλειά του Αντώνη Γλυτζουρή δεν έχει φωτογραφίες αλλά καταφέρνει να δώσει εικόνα στα πρόσωπα και στους χώρους. Δίνει ζωή σε έναν ολόκληρο, αθέατο κόσμο που ζει και αυτός αλλά στην άκρη. Στην άκρη της πόλης».