Οι επώδυνες μνήμες της ασύλληπτης τραγωδίας του θανάτου των δίδυμων κοριτσιών, Σοφίας και Βασιλικής, 9 ετών, που απανθρακώθηκαν κατά τη διάρκεια της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι και βρέθηκαν σφιχταγκαλιασμένα με τον παππού και τη γιαγιά τους στο οικόπεδο της «φρίκης», όπου μαζί με άλλους κατοίκους περικυκλώθηκαν από τη φωτιά και κάηκαν ζωντανοί, αναβιώνουν σήμερα στη δικαστική αίθουσα.
«Τα φέρετρα, ούτε πέντε κιλά δεν ζύγισαν. Mάτια δεν υπήρχαν, τα χεράκια τους είχαν σουρώσει… ζήτησα να κατεβάσω εγώ τα φέρετρα, σαν τελευταίο αντίο, δεν μπορούσα να κόψω λίγο μαλλάκι, να έχω να θυμάμαι…», περιέγραψε με τρόπο συγκλονιστικό ο πατέρας των δίδυμων κοριτσιών προκαλώντας ρίγη ανατριχίλας στο ακροατήριο.
«Τους ήταν δύσκολο να ταυτοποιήσουν ποια είναι ποια επειδή ήταν δίδυμα με αποτέλεσμα να τα κηδεύσουμε στις 3 Αυγούστου 2018», ανέφερε από την πλευρά της η μητέρα των άτυχων κοριτσιών εμφανώς συγκινημένη.
Η Γεωργία Ξυραφάκη περιγράφοντας τις ώρες και τις ημέρες αγωνίας μέχρι τελικά να ταυτοποιηθούν οι σοροί των παιδιών της και των πεθερικών της κατέθεσε:
«Εκείνο το Σαββατοκύριακο ήμουν με τα ανήλικα τέκνα μου και τα πεθερικά στη Νέα Μάκρη. Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018 έπρεπε να γυρίσουμε προς Αθήνα γιατί έπρεπε τα πεθερικά μου να κάνουν κάτι υποχρεώσεις. Γυρίσαμε Αθήνα, φτάσαμε στο σπίτι μας στην Καλλιθέα και αφού κάνανε τις δουλειές που είχαν, έφυγαν και κατευθυνθήκανε στη Νέα Μάκρη σε μία οικεία που μισθώνανε. Ήταν όλα ήσυχα. Τα παιδιά έπαιζαν και τα πεθερικά μου ετοιμάζονταν να γυρίσουν στη Νέα Μάκρη. Τους χαιρετήσαμε και ήταν η τελευταία φορά που τους είδαμε». Από εκεί και έπειτα άρχισαν οι αγωνιώδεις αναζητήσεις.
Μία από τις χειρότερες στιγμές της ήταν όταν είδε ένα βίντεο με δύο κοριτσάκια που έμοιαζαν στα παιδιά της.ν «Φύγαμε και κατευθυνθήκαμε στο Σχιστό όπου είχαν σορούς. Καθώς περιμέναμε εκεί, είδαμε στο ίντερνετ ένα βίντεο με ένα αλιευτικό με κάτι παιδάκια που μοιάζανε πάρα πολύ κορίτσια μας, μας έδωσαν ελπίδες. Ήμασταν σχεδόν σίγουροι ότι ήταν αυτές…
Βγάλαμε φωτογραφία και κατευθυνθήκαμε στις 24/7 στο Λιμενικό μήπως μάθουμε πληροφορίες. Μας είπαν πως υπήρχαν πολλά παιδάκια όντως στο πρώτο αλιευτικό αλλά δεν είχαν καταγράψει ονόματα. Εκεί αναπτερώθηκε το ηθικό μας, είπαμε θα τα βρούμε τα παιδιά μας, κάποιος θα τα έχει φροντίσει. Πήγαμε αστυνομικό τμήμα και προσπαθούσαμε να μάθουμε κι εκεί πληροφορίες. Μετά κατευθυνθήκαμε σε κάποια γήπεδα.
Εγώ πήγα στο δημαρχείο Ραφήνας όπου υπήρχαν δημοσιογράφοι και μου λέει ο σύζυγος μου θα μιλήσω μήπως κάποιος έχει κάποια πληροφορία. Δώσαμε το τηλέφωνο του συζύγου. Ξεκίνησε άλλο μαρτύριο μας έπαιρναν τηλέφωνο και μας έλεγαν τα παιδιά σας είναι εδώ, τρώνε παγωτό, άλλοι μας έλεγαν ήταν εδώ δίπλα μας και καίγονταν. Λέγαμε αποκλείεται, οι παππούδες θα έκαναν τα πάντα για να είναι σώα και αβλαβή» είπε η μάρτυρας.
Δυστυχώς, «στις 27/7 ταυτοποιήθηκαν οι σοροί πεθερικών μου. Μας είπαν ότι υπήρχαν και σοροί μικρότερης ηλικίας. Δυστυχώς μάθαμε ότι ήταν τα δικά μας παιδιά την επόμενη ημέρα, με την πεθερά μου κάτω, τα παιδιά στη μέση και τον πεθερό μου από πάνω με ανοικτές αγκαλιές. Τους ήταν δύσκολο να ταυτοποιήσουν ποια είναι ποια. Επειδή ήταν δίδυμα και ίδια ηλικία δεν μπορούσαν να ταυτοποιηθούν με αποτέλεσμα να τους κηδεύσουμε στις 3 Αυγούστου 2018. Σκεφτήκαμε ότι τους είχαμε φτιάξει κάτι μασελάκια και μόνο έτσι μπορέσαμε να καταλάβουμε ποια είναι ποια, δεν μας τις δίνανε ούτε για να τις θάψουμε» ανέφερε η μητέρα των κοριτσιών.
Ο πατέρας των κοριτσιών, Ιωάννης Φιλιππόπουλος, περιέγραψε στην κατάθεση του τις αγωνιώδεις προσπάθειες για την ανεύρεση των δικών του ανθρώπων. «Μου είπε η αδελφή μου ότι επικοινώνησε με μητέρα μου και την άκουγε πολύ αγχωμένη, της είπε έχουν μπλέξει με φωτιές. Ενημερώσαμε τη γυναίκα μου. Κάποια στιγμή μετά από πολύ ώρα είχαμε απελπιστεί. Παίρνω μηχανάκι, περνάω και λιμάνι Ραφήνας και προχωράω, έχω φτάσει και κόκκινο λιμάνι. Κάναμε προσπάθειες να με σταματήσουν αλλά μόνο αν με πυροβολούσαν θα με σταματούσαν. Ήταν παντού φωτιά, απελπίστηκα, γύρισα μήπως βρω κάποιον να ρωτήσω. Δεν υπήρχε πυροσβεστική, αστυνομία. Δεν έβρισκα κανένα. Εκεί στο δρόμο υπήρχε ένα βενζινάδικο στη Ραφήνα και τους λέω τι κάνετε εδώ φύγετε είναι επικίνδυνο. Εγώ που είμαι ένας απλός πολίτης και τους έδιωξα. Κατέβηκα στο λιμάνι της Ραφήνας τους έψαχνα τίποτα. Γυρνάω πίσω, πάμε στα νοσοκομεία, παντού αρνητική απάντηση. Πήραμε αστυνομία, πυροσβεστική. Μας έλεγαν όλη νύχτα είστε η πρώτη μας προτεραιότητα» είπε ο μάρτυρας.
Ο πατέρας των διδύμων περιέγραψε πως κατέληξαν να δώσουν DNA:
«Πήγαμε μαζί στην Ανάβυσσο, εννέα και τέταρτο με πήραν από πυροσβεστική. Μου λέει τους έχω ελέγξει, στους ζωντανούς δεν είναι, ψάξε στους πεθαμένους. Πήγαινε στο Γουδί. Τρέχουμε στο Γουδί, μπαίνουμε μέσα και μας άρχισαν διάφορα. Λέω ψάχνουμε τα δίδυμα παιδιά μας και τους γονείς μας, πείτε μας τι πρέπει να κάνουμε…. Πάμε στο Σχιστό και όπως περιμέναμε δυστυχώς είδαμε ένα βίντεο από ένα αλιευτικό να βγαίνουν δύο κοριτσάκια, μοιάζανε καταπληκτικά, θέλαμε να δώσουμε ελπίδα στον εαυτό μας ότι ζούνε, επειδή ξέρω γονείς μου, ήξερα ότι θα πεθαίναμε για να ζήσουν κορίτσια, μας έκαναν εντύπωση με αγνώστους, υποθέσαμε πως θα είχανε πάθε σοκ. Πήγαμε στο λιμενικό για μα δείξουμε πλάνο. Αν έχει γίνει καταγραφή. Ξεκίνησε λιμενικό διαδικασίες, απελπισμένος είπα θα βγω στα κανάλια να μιλήσω μήπως έχει δει κάποιος τα παιδιά. Έδωσα τηλέφωνο, με παίρνανε τηλέφωνο, έλα έχουμε τα παιδιά σου, τα σκοτώνουμε, μου έκαναν παιδικές φωνές και βάζανε τα γέλια.
Στο οικόπεδο με τα 26 πτώματα ήταν το πρώτο αμάξι του πατέρα μου, αφού έκαναν έρευνες βρήκαν αυτή την υπέροχη άμορφη μάζα, η μανούλα μου από κάτω, τα κορίτσια στη μέση και ο πατέρας μου από πάνω. Υποψιαστήκανε πως πρόκειται για την οικογένεια μου αλλά έπρεπε να το αποδείξουνε με DNA» τόνισε ο μάρτυρας.
Ο μάρτυρας αναφέρθηκε και στις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες που κλήθηκε να διαχειριστεί για το χαμό των δικών του.
«Εάν εκείνη ημέρα δεν ήταν Δευτέρα και ήταν Κυριακή θα είχαμε χιλιάδες θύματα. Ο πατέρας μου δεν ήταν χαζός να πάει στο στόμα του λύκου. Το αμάξι ήταν κλειδωμένο που σημαίνει είχε ψυχραιμία να πάει στη θάλασσα. Αν σε ανακουφίζει αυτό τα κοριτσάκια λόγω ηλικίας πεθάνανε νωρίτερα. Που σημαίνει πως οι γονείς μου κουβαλούσαν δύο νεκρά κορίτσια, δεν τα εγκαταλείψανε. Αγκαλιάσανε τα κορίτσια, δείξανε ένα βλέμμα μεταξύ τους και τους κύκλωσε η φωτιά. Είχαμε ελπίδα… Παίρνουμε το τηλέφωνο που μας είπαν πως είναι οι γονείς μας. Λέμε αυτά άρα ανάμεσα θα είναι τα κορίτσια…» είπε συγκινημένος και πρόσθεσε:
«Μου λέει πάρτε τους γονείς σας, τα κορίτσια δεν μπορούμε να τα δώσουμε. Μου λένε δεν μπορούμε να ταυτοποιήσουμε ποια είναι η Σοφία και η Βασιλική. Τους λέω κάντε μία αεροβάπτιση, αν είναι δυνατόν. (…) Μετά από τρεις ημέρες μας ειδοποιήσαν ότι η μανούλα μου, τα πόδια της ήταν μερικά μέτρα μακριά, και κάναμε μία συμπληρωματική ταφή τρεις ημέρες μετά… Τους είπα να σφραγίσουν τα φέρετρα, ούτε πέντε κιλά δε ζύγισαν, μάτια δεν υπήρχαν, τα χεράκια τους είχαν σουρώσει… Ζήτησα να κατεβάσω εγώ τα φέρετρα, σαν τελευταίο αντίο, δεν μπορούσα να κόψω λίγο μαλλάκι, να έχω να θυμάμαι… Ζήτησα αυτό» περιέγραψε ο μάρτυρας και είπε πως η πιο όμορφη στιγμή της ζωής του ήταν όταν τα κοριτσάκια του:
«Σήκωσαν τα χέρια και μου είπαν μπαμπά. Εκεί είπα είσαι μάγκας. Χάρη στη σύζυγο μου και την αγάπη που μας ενώνει είμαι ακόμα ζωντανός. Μπορέσαμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας, μισοί πεθαμένοι, μισοί καμένοι, μισοί ζωντανοί. Τους πήγαν σε επικίνδυνο μέρος, χωρίς να υπολογίσουν συνέπειες. Η δικιά μου οικογένεια πήγε τσάμπα. Ο πατέρας μου είχε ψυχραιμία να πήγε στη θάλασσα. Έγινε αυτό με νεκρά κορίτσια και εγκλωβιστήκανε, αν έμεναν μες στο αυτοκίνητο θα είχα κάτι να θάψω τα κορμιά τους».
Συγκλονιστική ήταν και η κατάθεση της θείας των παιδιών.
«Αυτά που πάταγες κάτω δεν ήξερες αν ήταν σάρκα. Αυτό το χωράφι θα είναι πάντα ένα νεκροταφείο ό,τι κι αν γίνει, ό,τι κι αν είναι. Πήγα στο σπίτι και το φαγητό ήταν ακόμη εκεί, σάπιο αλλά εκεί. Ήταν και οι τέσσερις αγκαλιά. Δεν είχε μείνει τίποτα. Από τη Βασιλική είχε μείνει μια καρδούλα, τίποτε άλλο. Φτάσαμε στις 3 Αυγούστου να κάνουμε την κηδεία, 11 ημέρες μετά. Για να φτάσουμε εκεί και να δούμε τέσσερα φέρετρα και από εκεί και μετά έπρεπε να ζούμε κανονικά. Πώς θα κοιτούσα τον αδερφό μου και τη Γεωργία στα μάτια, να τους πω τι; Πώς όλα πήγαν καλά; Τίποτα δεν πήγε, κανείς. Θα πρέπει να χαίρομαι για αυτό ή να λυπάμαι που ζω;» ανέφερε η θεία των παιδιών.