14.8 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024

ΑρχικήΑΡΘΡΑΑθάνατο μπουλβάρ και μια έξοχη παράσταση του 1973

Αθάνατο μπουλβάρ και μια έξοχη παράσταση του 1973

Το μπουλβάρ είναι η αποθέωση της σκηνικής τεχνικής και δεν είναι τυχαία δημοφιλές και στους δημιουργούς και στο κοινό

Κώστας Γεωργουσόπουλος

Εχω και παλιότερα εξομολογηθεί πως λατρεύω το μπουλβάρ. Οι διανοούμενοι του θεατρικού μας χώρου με οικτίραν και με χλεύασαν. Αλλά επειδή εγώ πρώτα σπούδασα με τον μεγάλο Ροντήρη τη σκηνική τέχνη, παράλληλα με τη Φιλολογία, μυήθηκα στη μαεστρική της σκηνικής πράξης, ερεύνησα τα εδάφη και τη στερεότητα των θεμελίων, τα υλικά της οικοδομής και τις τεχνικές της οικοδόμησης μιας θεατρικής παράστασης. Κριτήριο έκτοτε της αξίας ενός θεατρικού κειμένου ήταν, όχι οι ιδέες του (πράγμα που μπορούσε να αξιοποιηθεί σε ποίηση ή πεζογραφία ή δοκίμιο), όσο η μίμησις πράξεως (αθάνατε Αριστοτέλη!).

Το μπουλβάρ είναι η αποθέωση της σκηνικής τεχνικής και δεν είναι τυχαία δημοφιλές και στους δημιουργούς και στο κοινό. Γυρίζω σήμερα σε ένα κείμενό μου για μια έξοχη παράσταση του Αλέξη Σολομού στο Εθνικό Θέατρο το 1973, με πρωταγωνιστές τη Μαίρη Αρώνη, την Ελένη Χατζηαργύρη, τη Βέρα Ζαβιτσιάνου, τον Νίκο Τζόγια, τον Λυκούργο Καλλέργη, τον Γιάννη Αργύρη, τον Βασίλη Κανάκη (τι διανομή!).

«Η πρόβα»

Αναφέρομαι στο έργο του Ζαν Ανούιγ «Η πρόβα», ένας ύμνος στο είδος του μπουλβάρ και στη θεατρική συνταγολογία: «Ο Ανούιγ είναι δημοφιλής στη χώρα μας, έχουν παιχθεί 15 έργα του. Ισως είναι ο πιο πολυπαιγμένος σύγχρονος συγγραφέας. Γράφει σπουδαίους ρόλους, γι’ αυτό είναι δημοφιλέστερος στους ηθοποιούς, παρά στο κοινό. Αναμφισβήτητα είναι ένας θεατράνθρωπος. Ξέρει τις συνταγές και τη σωστή δοσολογία τους. Αν το βουλεβάρτο είναι γεμάτο πρίγκιπες, ο Ανούιγ είναι ο βασιλιάς του. Δεν υπάρχει καμία διάθεση με τα παραπάνω να μειωθεί η συμβολή του συγγραφέα στο θέατρο. Είναι τόσο σπάνιοι οι μαστόροι του θεάτρου που δεν θα τολμούσαμε να θεωρήσουμε μηδαμινή μια τέτοια δεξιοτεχνία. Και είναι πράγματι κατόρθωμα για έναν συγγραφέα να μπορεί να απασχολεί 40 ολόκληρα χρόνια το κοινό, γράφοντας περίπου ένα έργο τον χρόνο, σερβίροντάς του το ίδιο θέμα, πάνω – κάτω. Ο Ανούιγ, από την εποχή της «Ερμίνας» και του «Αγριμιού», με εξαίρεση ίσως τον «Φτωχό Μπιτός», δεν γράφει πια, παρά παραλλαγές πάνω στο ίδιο θέμα. Allegro, allegretto, grave. Καθαρόαιμος Γάλλος, δηλαδή καθαρόαιμος μοραλίστας, έχει ανακαλύψει έναν μελοδραματικό καμβά, έναν οπερετικό πυρήνα, τον διπλώνει, τον ξεδιπλώνει, τον απλώνει μπροστά στα μάτια του μεσοαστού που λαχταράει και λίγη ποιότητα και τον σερβίρει, άλλοτε με μαρμελάδα, άλλοτε με γλυκόζη και άλλοτε με κινίνο.

Ξέρει να απλουστεύει, χωρίς να γίνεται απλοϊκός. Ξέρει να θυμώνει, χωρίς να κρύβει τη συγκατάβασή του για τα ανθρώπινα. Ξέρει να οδηγήσει, σπάνια, τα πρόσωπά του στον χώρο της τραγωδίας, αλλά δεν τα αφήνει να κραυγάσουν. Οταν σαρκάζει, όταν χλευάζει, όταν φτύνει, όταν απελπίζεται, ξέρει να χρωματίζει το φόντο με γλυκά χρώματα, να φωτίζει τον χώρο με λαμπιόνια. Γεμίζει τα συρτάρια λεπίδια, ξυράφια, ξιφίδια, εγχειρίδια παντός τύπου. Μίσος, κακία, υποκρισία, φτήνεια, ευτέλεια κυκλοφορούν παντού. Οι μάσκες διασταυρώνονται με τα πρόσωπα και συγχέονται. Ο κόσμος, η ανθρωπότητα του Ανούιγ, είναι ένα πολιτισμένο θηριοτροφείο που ορμάει να κατασπαράξει την αγνότητα που ενσαρκώνει πάντα στη σκηνή, κατά κανόνα, το άπραγο αγριμάκι, αυτή η εικόνα της αιχμαλωσίας του συγγραφέα στην εφηβεία του.

Ο Ανούιγ παίζει με σημαδεμένα χαρτιά, γι’ αυτό και η ταχυδακτυλουργική του τεχνική κάνει τις μπλόφες του ακόμα πιο επικίνδυνες. Γιατί μπλοφάρει συνεχώς. Κατέχοντας το δικαίωμα του αιφνιδιασμού διασκεδάζει με το κοινό του, όπως η γάτα με τον ποντικό. Το τρομοκρατεί εκ του ασφαλούς. Στην «Πρόβα» τα μέσα του είναι από τα φθηνότερα. Ενας κόμης ερωτικά ακαταμάχητος παγιδεύεται από την άγουρη γοητεία μιας μικρής ορφανής και βρίσκει νόημα η σαχλή ζωή του. Η ανεκτική, όμως, κόμισσα, που του συγχωρεί τις απιστίες του, όταν γίνονται με την έγκρισή της, με την ανοχή της αριστοκράτισσας ερωμένης του, τη ρίχνουν στα δίχτυα ενός μέθυσου αμοραλίστα, που με τη σειρά του εκδικείται τον κόμη, γιατί κάποτε τον εμπόδισε να γευτεί την ερωτική απόλαυση στο πρόσωπο μιας ιδανικής παιδούλας, που αργότερα πέθανε νέα και κακοπαντρεμένη. Η νεαρά μας βιασθείσα θα εξαφανιστεί προς άγνωστον κατεύθυνσιν, απελπισμένη. Ο κόμης θα την ακολουθήσει, αλλά επί ματαίω. Ο μέθυσος φίλος «μεταγνούς» θα πεθάνει ίσως σε μονομαχία και η κακία της κόμισσας θα θριαμβεύσει προσκαίρως.

Εξαπατά το κοινό

Ο αγαθός αστός της πλατείας σίγουρα θα αηδιάσει με τα εγκληματικά και χυδαία καμώματα της αριστοκρατίας (ας γενικεύσουμε, της ανθρωπότητας), θα κουνήσει όλο νόημα το κεφάλι, θα λυπηθεί την αθωότητα που απλώθηκε και θα χωνέψει μακαρίως. «Τι είναι ο κόσμος», θα πει σαν φύγει από το θέατρο γεμάτος ανθρωπιστικά διδάγματα, «από διάσημα χείλη». Το βουλεβάρτο με τον Ανούιγ γίνεται επικίνδυνο. Η υψηλή τεχνική του συγγραφέα, η σοβαροφάνεια, η κολακεία που πηγάζει από μια δημαγωγική εκμετάλλευση του «φιλανθρώπου», εξαπατούν το κοινό. Η τεχνητή σκληρότητα, η κατασκευασμένη σύγκρουση, η παντιέρα της προδομένης αγνότητας, η διάχυτη ατμόσφαιρα της ευσυγκινησίας, αποπροσανατολίζουν τον κόσμο και τον οδηγούν σε μια πλαστή αντίληψη για τα πράγματα και την αλήθεια τους.

Δεξιοτέχνης της σκηνής, ο Ανούιγ δανείζεται από τον Μολιέρο, τον Φεϋντώ, τον Μαριβώ, αυτοσχεδιάζει «a la maniere de», πιραντελλίζει επιπολαίως, ιψενίζει κάποτε. Δεν φείδεται ούτε του Στρίντμπεργκ. Επιπολαίως πάντα. Από άλλους δανείζεται τη μέθοδο, από άλλους τα θέματα, από άλλους την προβληματική, με τη διαφορά ότι έχει την ικανότητα να τα καθιστά όλα τεχνηέντως εύπεπτα ή δύσπεπτα, ανάλογα με τις διαθέσεις που διαλέγει απέναντι στον ποντικό. Θέματα που συνταράζουν την τέχνη, όπως ο έρωτας, ο θάνατος, η τιμή, γίνονται αντικείμενα μιας προκλητικής δημαγωγίας, τρομοκρατικής, όπως ήδη τόνισα. Η πανουργία του βουλεβάρτου κατόρθωσε ακόμα και την τραγωδία να την κάνει χωνευτική, τον σπαραγμό σπασμό και την κραυγή άρια.

Τι ωραίους ρόλους, όμως, που ξέρει να γράφει ο Ανούιγ και τόσους πολλούς σε κάθε έργο! Στην «Πρόβα» υπάρχουν επτά, περίπου ισάξιοι. Το εύρημα του έργου είναι αβανταδόρικο. Επτά πρόσωπα αποφασίζουν να παίξουν ερασιτεχνικά τη «Διπλή απιστία» του Μαριβώ. Φοράνε τα κοστούμια της εποχής. Ανάμεσα στον Μαριβώ και την πραγματικότητα κινούνται οι δύο πρώτες εικόνες. Οι «μάσκες» της κομμέντια ντελ’ άρτε παγιδευμένες στη δεξιοτεχνία του ροκοκό επεκτείνουν τη ζωή τους ως τα σήμερα. Ο Ανούιγ κινείται σε όλα τα επίπεδα με εκπληκτική άνεση. Ο λόγος, πότε λυγερός, πότε γωνιώδης, ταξιδεύει μέσα στη δράση, συνδέει ή αποσυνδέει τα δρώμενα. Ο κ. Σολομός έστησε μια παράσταση έξοχη. Ρυθμοί, χρώματα, μελωδίες, κίνηση, στάση, δεμένα και συμπληρωματικά το ένα του άλλου. Μια κάποια επεισοδιακή κάμψη, πιστεύουμε, ήταν πρόσκαιρη. Η μετάφρασή του ήταν θαυμάσια. Ομως, ευτυχώς και τα ελληνικά και δυστυχώς για τον Ανούιγ, η γλώσσα μας δεν είναι πάντα επαρκής να κρατήσει τις λεκτικές εκπυρσοκροτήσεις, τους λεπτεπίλεπτους μαιάνδρους, τους ανόητους διαξιφισμούς του ύφους του Μαριβώ, που μιμείται έξοχα ο συγγραφέας».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ

Σετικά άρθρα
Creative People

Τελευταία Νέα