Ποιες ήταν οι εαρινές γιορτές στην αρχαία Αθήνα;
Η Μαρία Λαγογιάννη, επίτιμη διευθύντρια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (ΕΑΜ), περιγράφει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ τις δημόσιες γιορτές της άνοιξης στην κλασική (και όχι μόνο) Αθήνα -χωρίς αυτό να σημαίνει ότι γιορτές δεν τελούνταν όλες τις εποχές του έτους.
«Απλωμένες σε όλη τη διάρκεια του χρόνου, οι αττικές γιορτές γέμιζαν ένα μεγάλο μέρος της καθημερινότητας, πρόσφεραν ανάπαυση και ευχαρίστηση, δρούσαν θεραπευτικά και λυτρωτικά ενώ παράλληλα καλλιεργούσαν την ιστορική μνήμη και την κοινωνική συνοχή», επισημαίνει η συνομιλήτρια του ΑΠΕ-ΜΠΕ. Και συμπληρώνει:
«Ανεξάρτητα από τις ιδιωτικές λατρευτικές πρακτικές στον χώρο του οίκου, οι αττικές γιορτές είχαν γενικότερα δημόσιο χαρακτήρα και πολιτική χροιά. Οι Αθηναίοι συμμετείχαν ενεργά στις γιορτές της πόλης και σε σχέση με αυτές αντιλαμβάνονταν τον χρόνο, καθώς το αττικό εορτολόγιο μοιραζόταν στους δώδεκα μήνες του σεληνιακού έτους, που ξεκινούσε με την πρώτη νέα σελήνη μετά το θερινό ηλιοστάσιο (21-22 Ιουλίου) και με τον μήνα Εκατομβαιώνα (Ιούλιος-Αύγουστος). Τότε συνέπιπτε και το πολιτικό έτος, που άρχιζε με την ανάληψη των καθηκόντων του νέου επώνυμου άρχοντα, ο οποίος έδινε το όνομά του ως διακριτικό στο έτος της θητείας του».
Ποιες, λοιπόν, γιορτές διάνθιζαν τη ζωή των αρχαίων Αθηναίων την άνοιξη; Πόσες από αυτές ήταν μυστηριακές, με ιερές ολονυκτίες (παννυχίδες) ή μεγαλόπρεπες πομπές; Σε ποιους θεούς απεύθυναν τους ύμνους, τους λατρευτικούς ή εκστατικούς χορούς τους; Με ποιες θυσίες, σπονδές ή χθόνιες χοές τις συνόδευαν; Η Μαρία Λαγογιάννη, πρώην διευθύντρια του ΕΑΜ και του Επιγραφικού Μουσείου, μοιράζεται μαζί μας τις γνώσεις της…
Γιορτάζοντας τον ερχομό της άνοιξης
Πρώτη εαρινή γιορτή στην αρχαία Αθήνα ήταν τα Ανθεστήρια, τα οποία και σηματοδοτούσαν τον ερχομό της άνοιξης. Η γιορτή τιμούσε τον θεό Διόνυσο και διαρκούσε τρεις ημέρες, από την 11η ως τη 13η του μήνα Ανθεστηριώνα, χρόνος που συμπίπτει με τα τέλη Φεβρουαρίου-αρχές Μαρτίου). «Κατά την πρώτη μέρα των Ανθεστηρίων, τα λεγόμενα Πιθοίγια, οι Αθηναίοι άνοιγαν τους πίθους με τα νέα κρασιά και πρόσφεραν από αυτά σπονδές στο Λιμναίο ιερό του Διονύσου (πιθανώς κοντά στο Ολυμπιείο).
Στη συνέχεια ευθυμούσαν μαζί με τους δούλους σε χαρούμενα συμπόσια δοκιμάζοντας το νέο κρασί προς τιμή του θεού της οινοποσίας. Την ίδια μέρα στεφάνωναν τα παιδιά με άνθη, τους χάριζαν παιχνίδια και τους επέτρεπαν να δοκιμάσουν για πρώτη φορά το κρασί, πίνοντας από μικρούς πήλινους χόες. Μια σειρά από αυτές τις μικρογραφικές πήλινες κανάτες κρασιού διακοσμημένες με χαριτωμένες σκηνές από τον ανέμελο κόσμο των παιδιών παρουσιάζονται στη μόνιμη έκθεση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (αίθουσα 56)», διηγείται η Μαρία Λαγογιάννη, προτρέποντάς μας να επισκεφτούμε σε πρώτη ευκαιρία το Μουσείο ξανά.
Το γλέντι στην πόλη, όμως, δεν σταματούσε την πρώτη μέρα της γιορτής. «Τη δεύτερη μέρα των Ανθεστηρίων, τους λεγόμενους Χόες, περιλάμβανε αγώνα … οινοποσίας κατά τον οποίο οι συμπότες έπιναν το ‘παυσίλυπο’ δώρο του Διονύσου από τις ομώνυμες πήλινες οινοχόες. Στην κοινή συνείδηση ‘αν δεν υπήρχε το κρασί ούτε έρωτα, ούτε καμιά χαρά οι άνθρωποι θα είχαν’, όπως αναφέρει ο Ευριπίδης στις Βάκχες (στ. 772-774).
Αλλά η σημαντικότερη τελετή της ημέρας είχε μυστηριακό χαρακτήρα και γονιμικούς συμβολισμούς. Αφορούσε στον ιερό γάμο του Διονύσου με τη λεγόμενη Βασίλιννα, γυναίκα του άρχοντος βασιλέως, του υψηλού αξιωματούχου που ήταν υπεύθυνος για τις θρησκευτικές τελετουργίες της πόλης. Το παράδοξο για εμάς λατρευτικό δρώμενο είχε πανάρχαιες ρίζες και συμβόλιζε κατά μία υπόθεση την κατάκτηση της Αττικής από τον Διόνυσο. Την ίδια μέρα υπήρχε η λαϊκή δοξασία ότι οι ψυχές των νεκρών έφευγαν από τον Άδη και ανέβαιναν στην πόλη. Για να αποφύγουν τα μιαρά πνεύματα που κυκλοφορούσαν ελεύθερα, οι Αθηναίοι έβαφαν με πίσσα τις πόρτες των σπιτιών τους, κρεμούσαν επάνω τους αποτροπαϊκά στεφάνια από κλαδιά ανθισμένου ράμνου και έκλειναν τους ναούς (εκτός του Διονύσου) με περισχοίνιση», περιγράφει.
Κατά την τρίτη ημέρα των Ανθεστηρίων, τους λεγόμενους Χύτρους, η πόλη ήταν πένθιμη. Όπως αφηγείται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Μαρία Λαγογιάννη, «η ημέρα ήταν αφιερωμένη στον ψυχοπομπό Ερμή και στις ψυχές, για τις οποίες κάθε σπίτι μαγείρευε σε χύτρες διάφορους σπόρους (πανσπερμία), ως εξιλαστήριες προσφορές. Την ίδια μέρα οι νέοι και οι νέες της Αθήνας ανέβαιναν σε αιώρες (κούνιες), ακολουθώντας ένα πένθιμο έθιμο που στόχο είχε την εξιλέωση της πόλης για το θάνατο της Ηριγόνης, της κόρης του Ικάριου. Ο μύθος λέει ότι ο Ικάριος είχε μυηθεί από τον ίδιο τον θεό Διόνυσο στην παρασκευή του κρασιού. Δοκιμάζοντας για πρώτη φορά τη μέθη οι Αθηναίοι θεώρησαν ότι είχαν δηλητηριασθεί και αποφάσισαν να τιμωρήσουν τον Ικάριο με θανάτωση. Η Ηριγόνη τότε δεν άντεξε την οδύνη και κρεμάστηκε από ένα δένδρο».
Τα εξοχικά Διάσια
Δέκα μέρες μετά τα Ανθεστήρια, δηλαδή την 23η του Ανθεστηριώνα (αρχές Μαρτίου), στην όμορφη περιοχή του Ιλισού, έξω από τα τείχη της πόλης, τελούνταν μια μεγάλη λαϊκή γιορτή της άνοιξης, τα Διάσια. «Η ημέρα ήταν αφιερωμένη στον Μειλίχιο Δία, ο οποίος είχε ως σύμβολό του τον οικουρό όφι, το φίδι που προστάτευε την κατοικία. Από τους αρχαίους συγγραφείς παραδίδεται ότι στον θεό πρόσφεραν εκείνη τη μέρα πλακούντες ζυμωμένους στο μέλι σε μορφή ζώων. Για τους πανηγυριστές το πρόγραμμα περιλάμβανε… άρτον και θεάματα: πλούσια συμπόσια, ύμνους και ιππικούς αγώνες», υπογραμμίζει η επίτιμη διευθύντρια του ΕΑΜ.
Γλυκίσματα, βραδινές λιτανείες και θεατρικοί αγώνες
Ο ένατος μήνας του αττικού ημερολογίου ονομαζόταν Ελαφηβολιών και συνέπιπτε κατά ένα μέρος με τους δικούς μας Μάρτιο – Απρίλιο. Όπως τονίζει η ίδια, «η ονομασία του οφείλεται στα Ελαφηβόλια, γιορτή αφιερωμένη στη θεά του κυνηγιού Αρτέμιδα Ελαφηβόλο. Προς τιμή της οι Αθηναίοι παλαιότερα θυσίαζαν ελάφια. Αργότερα το αρχικό έθιμο αντικαταστάθηκε με αναίμακτη προσφορά νόστιμων γλυκισμάτων από σιτάλευρο, μέλι και σησάμι, που τους έδιναν το σχήμα ελαφιού».
Στο διάστημα 8-13 του Ελαφηβολιώνα (τέλη Μαρτίου) εορτάζονταν τα εν άστει ή μεγάλα Διονύσια προς τιμή του Διονύσου. «Στην εξελιγμένη τους μορφή τα εν άστει Διονύσια παραδίδονται ως μια λαμπρή γιορτή, που συνδύαζε το λατρευτικό τελετουργικό των αρχαιότερων αγροτικών Διονυσίων με το θέατρο και τους δραματικούς αγώνες. Μια ημέρα πριν από τη γιορτή, οι Αθηναίοι μετέφεραν το ιερό ξόανο του θεού σε ένα μικρό ναό στην περιοχή της Ακαδημίας. Την επομένη γινόταν η προκαταρκτική των δραματικών αγώνων με παρουσίαση των ποιητών και των ηθοποιών στο κοινό, ο λεγόμενος προάγων. Το βράδυ μια μεγαλοπρεπής πομπή από δαδούχους πανηγυριστές επέστρεφε το λατρευτικό ξόανο του Διονύσου στο ιερό του στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης, στην περιοχή όπου βρίσκεται και το διονυσιακό θέατρο.
«Το πρωί της 9ης του Ελαφηβολιώνα μια μεγάλη πανηγυρική πομπή μετέφερε ένα ομοίωμα φαλλού στο ναό του Διονύσου. Ακολουθούσε ο κύκλιος λατρευτικός χορός από αγόρια και άνδρες που έψαλλαν τον διθύραμβο. Το πρόγραμμα της ημέρας τελείωνε με τον κώμο, την εύθυμη δηλαδή παρέλαση των πανηγυριστών κατά το πρότυπο των αγροτικών Διονυσίων. Οι επόμενες ημέρες ήταν αφιερωμένες στους δραματικούς αγώνες, η 10η στην κωμωδία και οι τρεις τελευταίες στην τραγωδία. Η μεταμόρφωση των απλών διονυσιακών γιορτών στην εξελιγμένη μορφή των δραματικών αγώνων συνιστά ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της αθηναϊκής δημοκρατίας», διηγείται η συνομιλήτρια του ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Οι γιορτές του «Απριλομάη»: προβάλλοντας το μεγαλείο της πόλης
Ο 10ος μήνας του αττικού ημερολογίου, που ονομαζόταν Μουνιχιών, συνέπιπτε κατά ένα μέρος με τον Απρίλιο και τον Μάιο. Η ονομασία του οφείλεται στα Μουνίχια, γιορτή προς τιμή της Άρτεμης που λατρευόταν στο ιερό της στην ομώνυμη χερσόνησο του Πειραιά. «Κατά την 16η ημέρα του μήνα οι Αθηναίοι τιμούσαν τη θεά διοργανώνοντας πομπή προς το ιερό της. Ακολουθούσε θυσία και προσφορά ειδικών για την περίσταση γλυκισμάτων που ονομάζονταν ‘αμφιφώντες’ και στολίζονταν με αναμμένα δαδιά, τοποθετημένα κυκλικά. Η ανοιξιάτικη γιορτή περιλάμβανε και ναυτικούς αγώνες εφήβων που τελούνταν σε ανάμνηση της ναυμαχίας της Σαλαμίνας και προς τιμή της θεάς Άρτεμης η οποία ως πανσέληνος είχε συνδράμει στη νίκη των Ελλήνων», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Μ. Λαγογιάννη, εξηγώντας ότι η επέτειος της ναυμαχίας της Σαλαμίνας είχε μετατεθεί κατά την ημέρα αυτή από τα τέλη του Σεπτεμβρίου.
Στις 4 του ίδιου μήνα γινόταν γιορτή για τον θεό Έρωτα, ενώ στις 6 οι Αθηναίοι τιμούσαν τον Απόλλωνα Δελφίνιο. «Σύμφωνα με τον μύθο, ο Θησέας πριν αποπλεύσει για την Κρήτη αφιέρωσε στον Δελφίνιο Απόλλωνα ένα κλαδί ελιάς τυλιγμένο με λευκό μαλλί προβάτου, τη λεγόμενη ικετηρία. Σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος οι Αθηναίοι διοργάνωναν μια πομπή από νέα κορίτσια που κρατούσαν συμβολικά τις ικετηρίες και κατέληγαν στο ναό του Απόλλωνος Δελφινίου (στα νότια του Ολυμπιείου). Την 19η ημέρα του ίδιου μήνα γιορταζόταν με λαμπρό τρόπο και με πομπή ιππέων τα Ολυμπίεια. Πιθανολογείται ότι η γιορτή καθιερώθηκε από τον τύραννο Πεισίστρατο σε ανάμνηση της θεμελίωσης του ομώνυμου μεγαλόπρεπου ναού (του Ολυμπίου Διός)», πληροφορεί.
Το τέλος της άνοιξης: τελετουργικοί καθαρμοί και μια γιορτή για τους ξένους
Το τέλος της άνοιξης και την αρχή του θέρους σηματοδοτούσε ο Θαργηλιών, ο 11ος μήνας του αττικού ημερολογίου που συνέπιπτε με τα μέσα Μαΐου – μέσα Ιουνίου. «Ο μήνας είχε πλούσιο εορτολόγιο που ξεκινούσε από τα Θαργήλια προς τιμή του Απόλλωνα και της Άρτεμης. Την πρώτη μέρα της γιορτής (την 6η ημέρα του Θαργηλιώνα) οι Αθηναίοι περιέφεραν στην πόλη δυο κατάδικους κακοποιούς, τους λεγόμενους φαρμακούς ή καθάρματα, οι οποίοι ως αποδιοπομπαίοι τράγοι θα απορροφούσαν κάθε μίασμα. Στο τέλος του καθαρτήριου δρώμενου έριχναν τους εγκληματίες φαρμακούς στη θάλασσα ή τους έδιωχναν από την πόλη για να απαλλαγούν από το άγος και από κάθε κακοτυχία. Η δεύτερη ημέρα της γιορτής (7η του Θαργηλιώνα) είχε ευετηριακό περιεχόμενο και ψυχαγωγικό χαρακτήρα, καθώς περιλάμβανε πομπή, μουσικούς αγώνες και προσφορά των πρώτων καρπών της εποχής, βρασμένων ή ζυμωμένων σε άρτο», εξηγεί η Μ. Λαγογιάννη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Επίσης, υπήρχαν τα Βενδίδεια, που γιορταζόταν τον ίδιο μήνα στο λιμάνι του Πειραιά από ντόπιους και ξένους. «Ήταν προς τιμή της θρακικής θεότητας Βενδίδας, η λατρεία της οποίας μαρτυρείται από τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. και εξής. Κατά τους αρχαίους συγγραφείς την ημέρα της γιορτής τελούνταν διπλή πομπή, μία από τους Έλληνες (επιχώριους) και μία από τους Θράκες ενώ το βράδυ ακολουθούσε πομπή και έφιππη λαμπαδηφορία», συμπληρώνει η Μαρία Λαγογιάννη, η οποία κλείνει την εξιστόρησή της με την τελευταία γιορτή του Θαργηλιώνα, τα λεγόμενα Πλυντήρια:
«Αφορούσε στον τελετουργικό καθαρμό του αρχαίου λατρευτικού ξοάνου της Πολιάδας Αθηνάς. Το ιερό ξόανο μεταφερόταν με πομπή στο Φάληρο και πλενόταν μαζί με τον πέπλο της θεάς στο θαλασσινό νερό από δύο νέα κορίτσια τις λεγόμενες λουτρίδες ή πλυντηρίδες. Στη συνέχεια επέστρεφε με πομπή και δαυλούς στην Ακρόπολη. Κατά τα άλλα, η ημέρα ήταν άπρακτος είχε καθιερωθεί δηλαδή στη συνείδηση του λαού ως … αργία. Οι Αθηναίοι την είχαν χαρακτηρίσει ως αποφράδα και τη θεωρούσαν κακότυχη. Περισχοίνιζαν λοιπόν τα ιερά της πόλης για να τα προστατεύσουν από τα μιαρά πνεύματα, σταματούσαν τις ιερουργίες, έκλειναν τα δικαστήρια, ενώ οι ίδιοι απέφευγαν για προληπτικούς λόγους να διεκπεραιώνουν σοβαρές υποθέσεις».