Με διακατέχει το σύνδρομο “παράθυρα χωρίς θέα”. Κάποιοι, μπορεί να τ’ ονομάζουν θλίψη ή απογοήτευση ή απελπισία ή απαισιοδοξία, οι πιο αισιόδοξοι.
Είμαι πολύ αισιόδοξος άνθρωπος. Μπορώ να γίνω ευτυχισμένη με τα πιο απλά πράγματα. Και με τα πιο μικρά. Και με τα καθημερινότερα των καθημερινών. Μου φτάνει που οι εβδομάδες έχουν Κυριακές. Μου φτάνει που τα χρόνια φυλάνε Χριστούγεννα για το τέλος τους. Που τα καλοκαίρια έχουν νησιά. Που οι χειμώνες έχουν πέτρινα, χιονισμένα σπίτια. Που ξέρω ν’ ανακαλύπτω τα κρυμμένα πετροράδικα στις κρυψώνες τους.
Μου φτάνει που μ’ αγαπάνε τέσσερεις άνθρωποι, πολύ. Μου φτάνει που αγαπάω τέσσερεις ανθρώπους, πολύ. Που ξοδεύω τις ανάσες μου μόνο γι’ αυτούς. Που δεν φοβάμαι να θυμάμαι. Που δε με νοιάζει να με θυμούνται. Που μπορώ και κλαίω ακόμα. Και που τραγουδάω, μερικές φορές. Που υπάρχουν μουσικές που με συναρπάζουν. Και ευωδιές που με γοητεύουν.
Μου φτάνουν οι στίχοι του Καββαδία. Ο Μικρός Πρίγκηπας του Σαιντ Εξυπερύ. Οι μουσικές του Μάνου Χατζιδάκη. Το χρώμα στους πίνακες του Βάν Γκόνγκ. Και των πεσμένων φύλλων στο κήπο μου.
Το αναμμένο τζάκι. Το χουρ-χουρ της γάτας μου. Ο καφές με άρωμα φουντούκι. Το κρασί.
Είμαι ένας απλός, καθημερινός, αισιόδοξος άνθρωπος.
Αλλά, δεν αντέχω τα παράθυρα χωρίς θέα. Τα παράθυρα βρίσκονται εκεί για να ταξιδεύουν τη ματιά. Για ν’ αποκαλύπτουν ορίζοντες. Για να υπόσχονται το “παραπέρα”. Για να λούζουν στο αληθινό φως τ’ άδεια δωμάτια. Για να φτιάχνουν σκιές με χρώμα πάνω στους λευκούς τοίχους. Για να δίνουν πνοή στη φαντασία. Για να οριοθετούν το “διαφορετικό”. Για να μας κάνουν να καβαλάμε περβάζια. Για όπου…
Το σπίτι που ζώ το λένε Ελλάδα και κάθε μέρα χτίζεται κι’ από μια σειρά τούβλα στα παράθυρά του.
Οι άνθρωποι προσπαθούν να ψηλώσουν λίγο παραπάνω απ’ τη τελευταία αράδα που έχει χτιστεί. Στέκονται στις μύτες των παπουτσιών και παλεύουν για λίγη θέα. Τα μυστριά όμως, δουλεύουν γρήγορα. Το βλέμμα ποτέ δεν τα προλαβαίνει. Ο αέρας που μπαίνει στο σπίτι μυρίζει τσιμέντο και μούχλα. Κάθε πρωί, άλλη μια σειρά από τούβλα έχει προστεθεί πάνω στη προηγούμενη. Οι άνθρωποι τότε, παίρνουν σκαμνιά. Μέσα από χαραμάδες βλέπουν πιά. Τα δωμάτια σκοτεινιάζουν όλο και πιο πολύ.
Μπαίνουν τα όρια. Μέχρι εδώ η ζωή μας. Εκεί έξω υπάρχει το “αύριο”. Οι άνθρωποι κοντεύουν να πιστέψουν πως αυτό το “εκεί έξω” ονομάζεται “μη-ζωή”. Χτίζουν τα παράθυρα για να μη το βλέπουμε, να μη το επιθυμούμε. Να μη το υποψιαζόμαστε. Να το ξεχάσουμε σιγά-σιγά. Να συνηθίσουμε την ασφάλεια των τεσσάρων τοίχων. Να βάφουμε τα όνειρά μας στις αποχρώσεις του Νεοπάλ. Χρώμα πλαστικό καλής ποιότητας. Με μεγάλη ποικιλία αποχρώσεων, για όλα τα γούστα.
Μόλις τελειώσει το χτίσιμο, οι άνθρωποι θα πάψουν να ψηλώνουν. Δεν θα ‘χει νόημα πιά. Αντιθέτως, θα μάθουν να ζουν σκυφτοί για να μοιάζει ψηλότερο το ταβάνι. Λίγο-λίγο, θα συνηθίσουν να περπατούν καμπουριαστοί, να κάθονται ανακούρκουδα, να καταλαμβάνουν όλο και λιγότερο απ’ το χώρο που τους αναλογεί μες στα δωμάτια
Θα μάθουν να έρπουν με ευκολία ανάμεσα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και να προσανατολίζονται θαυμάσια προς τον τοίχο του βορά, προς την ανατολή του προσκέφαλού τους, προς τη δύση της οθόνης της τηλεόρασης, προς το νότο της πόρτας που οδηγεί σε διάδρομο τυφλό.
Θα προσαρμοστούν γρήγορα στο ν’ αγκαλιάζουν τα ξύλινα πατώματα και να μετρούν τις σκλήθρες, και θα ταΐζουν το σαράκι που μοιράζεται το χώρο τους. Και το χρόνο τους.
Σιγά-σιγά θ’ αποκοιμιούνται κουλουριασμένοι και το τικ-τακ των ρολογιών θα γίνει οι εποχές τους, η μέρα και η νύχτα τους, θα γίνει σύντροφος κι’ εχθρός συγχρόνως, ενώ τα ξυπνητήρια θα σιγήσουν, για ν’ αποδυναμώσουν τη μνήμη, να ξεχαστεί εκείνο το “εκεί έξω”, να σβήσουν τα χρώματα τ’ αληθινά και μαζί τους η λέξη “ελπίδα”…
Είμαι ένας αισιόδοξος άνθρωπος. Που δεν αντέχει τα:
Παράθυρα χωρίς θέα. Τη ζωή χωρίς “αύριο”. Τα μαυρόασπρα όνειρα. Τα μη-όνειρα. Τα σκοτεινά δωμάτια. Τα μάτια που ξέχασαν να χαμογελούν. Τις εβδομάδες χωρίς Κυριακές. Το νεκρό χρόνο. Τα πλαστικά χρώματα. Το “μέχρι εδώ”.
Θέλω να κουλουριαστώ σαν έμβρυο πάνω στο κρεβάτι μου. Να βάλω τρυφερές μουσικές να παίζουν. Να μετρήσω μέχρι τα εκατό. Να πω “φτου και βγαίνω”. Και να βγω απ’ το σπίτι που το λένε Ελλάδα, μέσα απ’ τη τελευταία χαραμάδα που δε προλάβανε να χτίσουν ακόμη. Να τρέξω έξω, στον καθαρό αέρα, να συναντήσω όλα τα “θα” που μου ανήκουν και δικαιούμαι, και κοιτώντας πίσω μου να ψιθυρίσω με ραγισμένη φωνή: Φτου ξελευθερία!
Αναρτήθηκε στο διαδίκτυο από «βιολιστής στη στέγη» στις 1:10 μ.μ. 18 Νοεμβρίου του 2009