Σήμερα, χάρη στα δυτικά όπλα, η Ουκρανία κατάφερε να συντηρήσει -αλλά όχι να κερδίσει- τον πόλεμο έναντι της Ρωσίας. Ωστόσο, η εξωτερική βοήθεια μπορεί, κάλλιστα, να γυρίσει το «παιχνίδι» για τον αμυνόμενο. Αυτό συνέβη πριν έναν αιώνα, με ολέθρια αποτελέσματα για την «Ελλάδα των δύο ηπείρων και Πέντε Θαλασσών».
Τα ισχυρότερα ονόματα της Ελλάδας είχαν συμμετάσχει σε εκείνο του μοιραίο πολεμικό συμβούλιο της 15 Ιουλίου 1921, στην Κιουτάχεια, στην Τουρκία: Βασιλιάς Κωνσταντίνος, πρωθυπουργός Δ. Γούναρης, διοικητής της Στρατιάς αντιστράτηγος Αναστασίος Παπούλας, υπουργός Στρατιωτικών Νικόλαος Θεοτόκης και μερικοί ακόμα ανώτατοι πολιτικοί και στρατιωτικοί παράγοντες.
Ήταν η περίοδος που ο Ελληνικός Στρατός προέλαυνε νικηφόρα στη Μικρά Ασία -ή έτσι νόμιζε- εναντίον των τουρκικών δυνάμεων υπό τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Επειδή, όμως οι Τούρκοι δεν εξελίσσονταν σε δεινό αντίπαλο, τα παραπάνω πρόσωπα, έπρεπε να σκεφτούν τι θα κάνουν από δω και στο εξής. Αν και μερικοί ήταν αντίθετοι, τελικά αποφασίστηκε η συνέχιση της προέλασης του στρατού προς την Άγκυρα.
Στη συνέχεια, μετά από έναν μήνα, η εκστρατεία Σαγγαρίου-Αγκύρας απέτυχε πλήρως και οι ελληνικές δυνάμεις επέστρεψαν με βαρύτατες απώλειες στις αρχικές τους θέσεις. Δίχως, αμφιβολία, από τακτικής απόψεως οι τουρκικές δυνάμεις είχαν νικήσει δείχνοντας στο διεθνές περιβάλλον ότι μπορούσε να σταθούν και να νικήσουν.
Όσο όμως η Αθήνα βασιζόταν διπλωματικά στις δυτικές δυνάμεις και στρατιωτικά σε αμφιλεγόμενους ανώτατους αξιωματικούς, η αεικίνητη τουρκική διπλωματία φρόντιζε μεθοδικά να αλλάζει τους συσχετισμούς στο πεδίο της μάχης.
Η κυβέρνηση της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης βρισκόταν, όντας σε πόλεμο εναντίον της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, της Γαλλίας και της Ελλάδας υστερούσε σε πόρους και ανθρώπινο δυναμικό. Οι συνθήκες ήταν σκληρές και η κυβέρνηση του Μουσταφά Κεμάλ “Ατατούρκ” χρειαζόταν έναν ισχυρό σύμμαχο που θα προσέφερε άμεσα όπλα και χρήματα.
Σε εκείνη τη χρονική συγκυρία δεν υπήρξε καταλληλότερος υποψήφιος από τη σοβιετική κυβέρνηση της εμφυλιοπολεμικής Ρωσίας. Ενώ οι Τούρκοι μάχονταν ενάντια στην «ιμπεριαλιστική» Ελλάδα που λειτουργούσε -εν πολλοίς- για λογαριασμό της Δύσης, την ίδια στιγμή οι σοβιετικοί μάχονταν εναντίον των Λευκών, που υποστηρίζονταν και εκείνοι από τη Δύση.
Άλλωστε, η Αθήνα –επί κυβερνήσεως Ελ. Βενιζέλου- διέπραξε το ατόπημα να στείλει ελληνικό στρατό να χτυπήσει τους μπολσεβίκους στην Ουκρανία, το 1919. Ο Λένιν δεν είχε ξεχάσει εκείνον τον ελληνικό καιροσκοπισμό και αυτό το γνώριζε καλά ο Τούρκους ηγέτης Μουσταφά Κεμάλ. Η στήριξη του εθνικιστικού κινήματος στην Τουρκία θα ήταν εξαιρετικής στρατηγικής σημασίας κίνηση από πλευράς σοβιετικών καθώς δεν θα ήθελαν τους Δυτικούς ή τους Έλληνες στην Κωνσταντινούπολη και να ελέγχουν τα Στενά.
Έτσι, Τούρκοι και Σοβιετικοί άρχισαν τις πρώτες επαφές κατά τη διάρκεια των τουρκικών συνελεύσεων στη Χάβζα, στο Ερζερούμ και στο Σίβας. Τα τουρκικά αυτά συνέδρια τα παρακολουθούσαν και σοβιετικοί παρατηρητές, ενώ μετά από αυτό στο Σίβας, ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ έστειλε έναν αξιωματούχο στη Μόσχα, τον Χαλίλ Πασά, με στόχο να εμβαθύνει τάχιστα τις σχέσεις και να εξασφαλίζει πόρους επειγόντως.
Η τουρκική εθνοσυνέλευση, στις 5 Μαΐου 1920, συμφώνησε ότι ήταν ζωτικής σημασίας να βελτιωθούν οι σχέσεις με τη Ρωσία, καθώς και οι δύο πλευρές είχαν ακριβώς τους ίδιους εχθρούς. Η επιτροπή που εστέλη στη Μόσχα, με επικεφαλής τον Σαμί Μπεκίρ στις 19 Ιουλίου 1920 ήρθε σε επαφή ακόμα και με τον ίδιο τον Λένιν, τον σοβειτικό ηγέτη.
Αρκετούς μήνες μετά, στις 16 Μαρτίου 1921, κατόπιν μακρών διαπραγματεύσεων, υπογράφηκε η «Συμφωνία Φιλίας και Αδελφότητας Τουρκίας-Σοβιετικής Ρωσίας», δηλαδή η «Συνθήκη της Μόσχας».
H Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία ήταν το πρώτο κράτος που αναγνώρισε τη κεμαλική Τουρκία τον Μάρτιο του 1921, διαφαλίζοντας έτσι η Τουρκία τα ανατολικά της σύνορα και εξασφαλίζοντας χρήματα και όπλα από τη σοβιετική Ρωσία.
Στις 26 Νοεμβρίου 1921, η Σοβιετική Ρωσία άρχισε να υποστηρίζει τον Τουρκικό Στρατό με πρώτες ύλες για στρατιωτικό εξοπλισμό.
- 39.000 τουφέκια
- 327 πολυβόλα
- 54 πυροβόλα
- 63.000.000 φυσίγγια
- 147.000 οβίδες
- 10.000.000 χρυσά ρούβλια για στρατιωτικές δαπάνες (που αντιστοιχούσαν στο 1/20 του τουρκικού προϋπολογισμού κατά τη διάρκεια του πολέμου)
Έτσι, όταν άρχισε η τελευταία μάχη της Μικρασιατικής Εκστρατείας, με ένα φορβερό τουρκικό μπαράζ τουρκικού πυρβολοικού, οι ελληνικές δυνάμεις θα υποχωρούσαν πίσω από τη γραμμή Εσκί Σεχήρ-Κιουτάχειας-Αφιόν Καραχισάρ, έχοντας απέναντί τους έναν αντίπαλο σημαντικά ενισχυμένο από τη Μόσχα.
Αν και οι Γάλλοι ήταν αυτοί που εγκατέλειψαν τους πρώην συμμάχους Έλληνες, την ίδια χρονιά, το 1921, ωστόσο, η Μόσχα λειτούργησε περισσότερο μακροστρατηγικά και μεθοδικά, καθώς η Ελλάδα είχε επιλέξει στρατόπεδο.
100 χρόνια μετά όμως, το πρόβλημα της ελληνικής διπλωματίας παραμένει ίδιο: Βασίζεται ιδεοληπτικά σε συμμαχίες, υποθηκεύοντας τα εθνικά συμφέροντα. Αυτό έκανε το 2019-2022 και αυτό συνεχίζει να κάνει σήμερα, βαπτίζοντας πολιτικές κινήσεις με έξωθεν εντολή, «σωστή πλευρά της ιστορίας».