Στις 28 Φεβρουαρίου 1943, σε μια Αθήνα που στέναζε κάτω από το βαρύ ζυγό του κατακτητή, τελέστηκε η κηδεία του Κωστή Παλαμά, ενός από τους σημαντικότερους πνευματικούς ανθρώπους του νεότερου ελληνισμού. Ο κολοσσός των ελληνικών γραμμάτων είχε αποβιώσει την προτεραία, σε ηλικία 84 ετών, και η πάνδημη κηδεία του στο Α’ Νεκροταφείο έλαβε χαρακτήρα αντικατοχικής εκδήλωσης.
Στον Παλαμά ήταν αφιερωμένο ένα άρθρο του αειμνήστου παιδαγωγού, φιλοσόφου και δοκιμιογράφου Ευάγγελου Παπανούτσου (1900-1982), που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» δεκατέσσερα ακριβώς χρόνια μετά την κηδεία του κορυφαίου ποιητή μας, στις 28 Φεβρουαρίου 1957.
Στο κείμενό του, που έφερε τον τίτλο «Παλαμάς», ο Παπανούτσος ανέφερε τα ακόλουθα:
Ο Φεβρουάριος είναι για την ιστορία της νέας λογοτεχνίας μας ο μήνας κ’ ενός άλλου μνημοσύνου: τέτοιον καιρό πέθανε εδώ και δεκατέσσερα χρόνια ο Κωστής Παλαμάς, μεγάλη μορφή των Γραμμάτων μας, και όπως είναι γνωστό ο θάνατός του τότε, στα χρόνια της Κατοχής, έδωσε στη σκλαβωμένη μας χώρα την ευκαιρία, μαζί με το λυγμό του πένθους, να βροντοφωνάξη (με το στόμα του Άγγελου Σικελιανού) την πίστι και την ελπίδα της για το μέλλον.
Ας θυμηθούμε λοιπόν και πάλι τις ημέρες αυτές τον ποιητή που με τη μακρά ζωή και το πλούσιο έργο του γεμίζει ένα μεγάλο κεφάλαιο της πρόσφατης ιστορίας του Έθνους μας. Λυρικός και επικός πλατύστομος, χείμαρρος του τραγουδιού με πολύ ανοιχτή κοίτη, και μαζί δυνατός πεζογράφος, στοχαστής και κριτικός, γραμματολόγος και λόγιος που ξεπερνούσε με τη μάθηση και την εμβρίθειά του τα κοινά μέτρα, ο Κωστής Παλαμάς υπήρξεν επί δεκάδες ετών πρώτος και κορυφαίος μέσα στην πνευματική μας ζωή, και σαν τεχνίτης του λόγου και σαν πνευματική φυσιογνωμία, χάρη στο ταλέντο, στη σοφία και στο ήθος του.
Η αναγνώρισή του ήρθε νωρίς· φυσικά στην αρχή από τους λίγους και τους εκλεκτούς, όπως γίνεται πάντα, έπειτα όμως και από τα πλατύτερα στρώματα του αναγνωστικού κοινού, με όλο που εξακολουθούσαν πολλοί να τον θεωρούν δυσπρόσιτο, σκοτεινά τα σύμβολα και τα εκφραστικά του σχήματα. Ένα διάστημα, όταν ήθελε κανείς να ονομάση ένα κείμενο ερμητικό και απόκρημνο, ο νους του πήγαινε στους παλαμικούς στίχους. Έπρεπε να γνωρίσωμε τα θολά νοήματα και τα φραστικά τολμήματα των νέων ποιητικών σχολών, για να βεβαιωθούμε ότι ο Παλαμάς δεν είναι από τους δύσκολους μαστόρους του έμμετρου λόγου.
Νωρίς λοιπόν αξιώθηκε να γνωρίση το θαυμασμό και τη φήμη ο Παλαμάς. Αλλά μαζί μ’ αυτά (σύμφωνα μ’ ένα σκληρό, αδυσώπητο νόμο της ιστορίας) και τον κατατρεγμό, ακόμη και επιθέσεις της κριτικής βάναυσες, που τον επίκραναν βαθιά. Αυτός ο αγαθός και ήσυχος άνθρωπος της πέννας, με την ασάλευτη ζωή, ο παραδομένος στα οράματα και στα βιβλία του, που και τη βιοποριστική του εργασία εκτελούσε με παραδειγματικήν ευσυνειδησία, διώχθηκε και προπηλακίσθηκε, επειδή είχε την ηθική γενναιότητα να στέκεται αλύγιστος στις ιδέες του.
Ιδίως στην πεποίθησή του ότι ο εθνικός μας πολιτισμός θα βρη το δρόμο του, όταν σε όλες τις εκδηλώσεις του καθιερώση ως εκφραστικό του όργανο τη ζωντανή γλώσσα του λαού. «Είναι καιροί», γράφει ο ίδιος, «στην ιστορία των λαών που ο ποιητής βρίσκεται μπλεγμένος με την κοινωνία σε πόλεμο ανοιχτό. Όχι μόνο κακογνωρίζεται και καταφρονείται, αλλά γιατί ποιητής είναι, γιατί έχει την υψηλή συνείδηση μιας αλήθειας που δεν έφτασε ακόμα να φωτίση τους άλλους γύρω του και που της αλήθειας αυτής, όσο κι’ αν εκείνη βλέπεται από τους άλλους ή σα χίμαιρα ή σαν ένας κίνδυνος για το Έθνος του, γίνεται διαλαλητής, είναι καιροί που ο ποιητής θεωρείται εχθρός της Πολιτείας και πετροβολιέται.
Και αδίσταχτα λέγω πως τον καιρόν αυτό τον περνούμε σήμερα στην Ελλάδα, από την αφορμή της ιδέας που λέγεται στον τόπο μας γλωσσικό ζήτημα». Σ’ ένα γράμμα του προς την Πηνελόπη Δέλτα (11 Σεπτ. 1910) εκφράζεται σκληρότερα, χωρίς όμως να λυγίζη η αισιοδοξία του: «Πολύ καλά το συγκρίνατε το γλωσσικό ζήτημα με την υπόθεση του Δράυφους. Μα του Δράυφους περάσανε τα βάσανα· της γλώσσας μας, που είναι της ελληνικής ψυχής, σε ό,τι σημαντικώτατο κλει, το σύμβολο, τα βάσανα δεν θα περάσουν εύκολα· μήπως δεν είναι συκοφαντημένη, αδικημένη και καταδικασμένη σαν εκείνον; Μήπως οι οπαδοί της δεν ακούνε τόσα και τόσα; Όταν πήτε πως είσαστε δημοτικιστής, μαλλιαρός καθώς λένε, τρέχετε τον κίντυνο να καήτε ζωντανός. Έτσι κατάντησε το μυαλό του Έθνους, ο δάσκαλος, χειρότερος από τον Τούρκο. Μα πάντα μπροστά πάμε, και με όλα τα εμπόδια».
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 28.2.1957, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Βαθύτερα από τον άλλο κατατρεγμό πλήγωσε τον Παλαμά, όσο ζούσε, η κριτική των «αρνητών», όπως τους είπαν τότε, για την αδιαλλαξία που έδειχναν στις επιθέσεις τους και για τη συστηματικά εικονοκλαστική τους ορμή. Όταν μερικοί αξιόλογοι κατά τα άλλα θεωρητικοί, για να αντιδράσουν στις προχειρολογίες της εύκολης ποιητικής ευγλωττίας του καιρού τους (ύστερ’ από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο), αναζητούσαν ένα κανόνα προς μίμηση κ’ ένα παράδειγμα προς αποφυγήν, είχαν τη λαμπρή έμπνευση να υψώσουν σε κανόνα το Διονύσιο Σολωμό, έκαναν όμως και την κακή πράξη να θεωρήσουν υπεύθυνο του εκτροχιασμού τον Κωστή Παλαμά και τον έπληξαν με τα ανοικτίρμονα βέλη μιας κριτικής που σημείωνε με έμφαση μόνο τις αδυναμίες ή τις αβεβαιότητες του έργου του, όχι όμως και τα θετικά στοιχεία της μεγάλης του προσφοράς.
Και αργότερα ακόμη (από το 1920 έως το 1930), όταν η νέα λογοτεχνική μας γενεά ανακάλυπτε τη μεγάλη πρωτοτυπία και γοητεία του Κ. Π. Καβάφη, πάλι (υπείκοντας, θαρρείς, στην τυφλή παρόρμηση ενός οιδιπόδειου πλέγματος) με τον γενάρχη του έντεχνου λόγου τα έβαλε: αντιμέτωπό του ύψωσε τον Αλεξανδρινό ποιητή και δημιούργησε τη διένεξη ανάμεσα στους δύο τούτους λαμπρούς μαστόρους της νέας ελληνικής ποιητικής. Οι επικρίσεις και η άνιση μεταχείριση, και στις δυο περιπτώσεις, έθλιψαν τον Παλαμά, τόσο περισσότερο μάλιστα, όσο είχεν ήδη τότε αρχίσει να κάμπτεται από το βάρος της ηλικίας όχι μόνον η υγεία αλλά και η ψυχική του αντοχή. Ενώ μια νηφάλια αντιμετώπιση του θέματος θα έπρεπε να είχε δώσει στο σεβάσμιο πρεσβύτη τη βαθειάν ικανοποίηση ότι ίσα-ίσα αυτή η ανάγκη της αντιδιαστολής, με δεύτερον όρο πάντοτε εκείνον και μόνο εκείνον, ήταν η πιο πανηγυρική αναγνώριση της μεγάλης αξίας του. Κάθε νέα διεκδίκηση έπρεπε μ’ εκείνον πρώτα ν’ αναμετρηθή και ή να τον παραμερίση ή να υποταχθή.
Ο Κωστής Παλαμάς στο γραφείο του το 1934
Τώρα που όλες αυτές οι μεγάλες μορφές των Γραμμάτων μας έχουν γίνει σελίδες της ιστορίας μας, όσο τις μελετούμε, τόσο και πιο καλά καταλαβαίνομε ότι καθεμιά κρατάει άνετα τη θέση της μέσα στην παιδεία μας και καθόλου δεν χρειάζεται την άρνηση ή τη μείωση της άλλης για να συντηρήση τη δόξα της. Ο Παλαμάς υπήρξε (κ’ εξακολουθεί να είναι) ο αναμφισβήτητος θεμελιωτής μιας σχολής που ανέδειξε κορυφαίους ποιητές και πεζογράφους και κριτικούς της λογοτεχνίας μας.
Είναι πλάνη να νομίζωμε ότι η σχολή αυτή έσβησε· προχτές ακόμη ο Σικελιανός, σήμερα ο Καζαντζάκης και ο Βάρναλης (για να περιοριστούμε στους πιο σημαντικούς) συνέχισαν και έφεραν σε νέες πραγματοποιήσεις το πρόγραμμά της. Αντί λοιπόν να εξακολουθούμε να ιεραρχούμε μεγέθη που είναι από τη φύση τους ασύγκριτα, πιο ορθό και πιο χρήσιμο, νομίζω, είναι να φέρωμε με τη μελέτη και τον υπομνηματισμό όσο μπορούμε πιο κοντά στους νέους μας το έργο των ποιητών που πλούτισαν με αληθινούς θησαυρούς την εθνική μας λογοτεχνία. Του Κωστή Παλαμά από τους πρώτους. Γιατί έχει δύναμη, πάθος και στοχασμό – αρετές λοιπόν που το κάνουν ανεκτίμητο για την παιδεία μας.
*Οι φωτογραφίες του παρόντος άρθρου προέρχονται από τη Στέγη Γραμμάτων Κωστής Παλαμάς (sgkpalamas.gr).